Πρωτοχρονιά στα Βουρλά…*
«...
Από τα Χριστούγεννα μέχρι των Φώτων κανείς δεν δούλευε! Οι μέρες πέρναγαν με
γλέντια και φαγοπότι. Βέβαια έριχναν μια ματιά και τάιζαν τα ζώα τους, γιατί,
όπως έλεγαν, «αυτά που δεν μπορούν να μιλήσουν πρέπει να φάνε πρώτα και να
καλοπεράσουν».
Κι ερχόταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεγάλη έγνοια το ποδαρικό και μεγάλη προσοχή μη το κάνει άνθρωπος που δεν γνώριζαν. Ένας άνθρωπος αποδεδειγμένα γούρικος η το βαφτιστήρι της οικογένειας ήταν αυτός που συνήθως έκανε ποδαρικό. Απ’ αυτό εξαρτιόταν αν τα αμπέλια θα είχαν καλή σοδειά, μαξούλι, να μη χαλάσουν τα κρασιά και να μην τύχουν αρρώστιες.
Όπως όλες οι γιορτές, κι αυτή ξεκινούσε με εκκλησιασμό. Μόνο οι κατάκοιτοι και οι άρρωστοι δεν πήγαιναν στην Εκκλησία. Αφού χαιρετούσε ο παπάς, όλοι εύχονταν, φιλιούνταν και γυρνούσαν στα σπίτια τους. Ο πατέρας κρατούσε το κλειδί, σταύρωνε την πόρτα και έλεγε:
«Και του χρόνου! Καλή χρονιά! Ευτυχισμένοι να ΄μαστε!»
Έβαζε το κλειδί και ξεκλείδωνε κι όλοι περίμεναν απέξω. Εκείνος έμπαινε πρώτος μέσα και πατούσε ένα ρόδι που είχε στη τσέπη του - η νοικοκυρά είχε προβλέψει αποβραδίς να βάλει κάτι στο πάτωμα για να μη λεκιάσει-κι ευχόταν:
«Καλή χρονιά! Να ‘μαστε καλά και να χουμε ειρήνη και αγάπη!»
Η γυναίκα απαντούσε:
«Να είσαι καλά! Και του χρόνου να μας ξανακάνεις ποδαρικό!» κι έμπαινε κι αυτή στο σπίτι κρατώντας μια πέτρα και λέγοντας:
«Όπως βαραίνει η πέτρα, έτσι να βαραίνει και του αντρός μου η σακούλα!» και άφηνε την πέτρα πίσω από την πόρτα.
Εμείς, τα παιδιά, μπαίναμε ένα ένα, φιλάγαμε το χέρι του πατέρα κι ύστερα της μητέρας μας κι εκείνοι μας έδιναν φιλοδώρημα... Δεν υπήρχε σπιτικό που να μη γινόταν όλη αυτή η τελετουργία.
Εμείς οι Μικρασιάτες τα έθιμα τα κρατάγαμε και τα κρατάμε ακόμα…»
*( Απόσπασμα από το βιβλίο της Φιλιώς Χαϊδεμένου «Τρεις αιώνες μια ζωή» - Εκδόσεις Λιβάνη)
Κι ερχόταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεγάλη έγνοια το ποδαρικό και μεγάλη προσοχή μη το κάνει άνθρωπος που δεν γνώριζαν. Ένας άνθρωπος αποδεδειγμένα γούρικος η το βαφτιστήρι της οικογένειας ήταν αυτός που συνήθως έκανε ποδαρικό. Απ’ αυτό εξαρτιόταν αν τα αμπέλια θα είχαν καλή σοδειά, μαξούλι, να μη χαλάσουν τα κρασιά και να μην τύχουν αρρώστιες.
Όπως όλες οι γιορτές, κι αυτή ξεκινούσε με εκκλησιασμό. Μόνο οι κατάκοιτοι και οι άρρωστοι δεν πήγαιναν στην Εκκλησία. Αφού χαιρετούσε ο παπάς, όλοι εύχονταν, φιλιούνταν και γυρνούσαν στα σπίτια τους. Ο πατέρας κρατούσε το κλειδί, σταύρωνε την πόρτα και έλεγε:
«Και του χρόνου! Καλή χρονιά! Ευτυχισμένοι να ΄μαστε!»
Έβαζε το κλειδί και ξεκλείδωνε κι όλοι περίμεναν απέξω. Εκείνος έμπαινε πρώτος μέσα και πατούσε ένα ρόδι που είχε στη τσέπη του - η νοικοκυρά είχε προβλέψει αποβραδίς να βάλει κάτι στο πάτωμα για να μη λεκιάσει-κι ευχόταν:
«Καλή χρονιά! Να ‘μαστε καλά και να χουμε ειρήνη και αγάπη!»
Η γυναίκα απαντούσε:
«Να είσαι καλά! Και του χρόνου να μας ξανακάνεις ποδαρικό!» κι έμπαινε κι αυτή στο σπίτι κρατώντας μια πέτρα και λέγοντας:
«Όπως βαραίνει η πέτρα, έτσι να βαραίνει και του αντρός μου η σακούλα!» και άφηνε την πέτρα πίσω από την πόρτα.
Εμείς, τα παιδιά, μπαίναμε ένα ένα, φιλάγαμε το χέρι του πατέρα κι ύστερα της μητέρας μας κι εκείνοι μας έδιναν φιλοδώρημα... Δεν υπήρχε σπιτικό που να μη γινόταν όλη αυτή η τελετουργία.
Εμείς οι Μικρασιάτες τα έθιμα τα κρατάγαμε και τα κρατάμε ακόμα…»
*( Απόσπασμα από το βιβλίο της Φιλιώς Χαϊδεμένου «Τρεις αιώνες μια ζωή» - Εκδόσεις Λιβάνη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου