Της Βάνιας Σύρμου / Bookpress.gr
“Το ραδιόφωνο συντονισμένο στη συχνότητα του τοπικού σταθμού έπαιζε όπως κάθε πρωί σε χαμηλή ένταση. Σκυμμένη πάνω από μια σελίδα λευκού χαρτιού στο τραπέζι της κουζίνας έγραφε απορροφημένη τις σκέψεις της με ρυθμό σταθερό και αποφασιστικό. Οι λέξεις ξεχύνονταν στο χαρτί σπρώχνοντας η μια την άλλη για να χωρέσουν στη λευκή κόλλα. Το στυλό δεν άφηνε στιγμή το χαρτί να ξεκουραστεί από την πίεση της γραφίδας. Στο τέλος της σελίδας, οι λέξεις στριμώχτηκαν πλάι σε μια δυνατή τελεία.
Ήταν έτοιμη. Ήπιε μια γουλιά καφέ και άρχισε να διαβάζει όσα είχε γράψει. Σηκώθηκε κι έβαλε να πιει ένα ποτήρι νερό από τη βρύση χωρίς να πάρει τα μάτια της από το χαρτί. Κάθισε ξανά και παίρνοντάς το στα χέρια της άρχισε ψύχραιμα να το μουτζουρώνει. Στην αρχή αργά, απαλά, σχεδόν απολαυστικά, τραβώντας γραμμές μακριές και σταθερές. Στη συνέχεια, με κύκλους ομόκεντρους που άνοιγαν σταδιακά την περιφέρειά τους, κάλυψε την επιφάνεια του χαρτιού με γραμμές που γίνονταν όλο και πιο έντονες. Το μαύρο στυλό έτρεχε πάνω κάτω αυλακώνοντας τη σελίδα και το περιεχόμενό της. Μεγάλα Χ διέγραφαν απ’ άκρη σ’ άκρη τις λέξεις της. Τα τελευταία απομεινάρια γραφής μόλις πια που διακρίνονταν. Άφησε τη σελίδα να πέσει στο πάτωμα και ξέσπασε σ’ ένα λυτρωτικό κλάμα. Τι νόημα είχε να σκοτώσει κάτι που ήταν ήδη νεκρό;
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το χωλ. Η κόκκινη βαλίτσα της, απομεινάρι μιας άλλης μοναχικής ζωής, περίμενε μισάνοιχτη δίπλα στην πόρτα. Με την ίδια βαλίτσα στο χέρι είχε βρεθεί ξέμπαρκη χρόνια πριν στο λιμάνι του νησιού, νύχτα, όταν ένα ξαφνικό μπουρίνι απαγόρευσε τον απόπλου. Ποτέ της δεν συμβουλευόταν τα δελτία καιρού. Την ενοχλούσε η αγωνία της αναμονής που δημιουργούσαν οι προγνώσεις και την εκνεύριζε η συνήθης αστοχία τους. Κι απ’ την άλλη, θα ’λεγε πως της άρεσαν τα γυρίσματα του καιρού. Της άρεσε να παίρνει τη ζωή σαν μια σειρά από απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα. Ήταν για κείνη μέρος της περιπέτειας των μοναχικών της περιπλανήσεων όταν έπαιρνε άδεια από τη δουλειά. Μοναδικό καταφύγιο στο βραδινό Οκτωβριάτικο κρύο ήταν ο παραδοσιακός καφενές στην άκρη του λιμανιού, που εκείνη τη νύχτα έμεινε ανοιχτός ως το ξημέρωμα με μοναδικό πελάτη εκείνη. Ποιος να της έλεγε πως το ζεστό τσάι, η συντροφιά και το γλυκό χαμόγελο του Γιωργή που ’χε τον καφενέ, θα ήταν το δεύτερο μπουρίνι εκείνης της νύχτας που θα άλλαζε τη ζωή της, και θα γινόταν η αιτία για να μείνει έξι ολόκληρα χρόνια στο νησί, αφήνοντας πίσω την ακύμαντη μέχρι τότε ζωή της.
Έξι χρόνια που είχαν ξεκινήσει με τη σοροκάδα ενός ξαφνικού έρωτα και είχαν καταλήξει στη νηνεμία μιας σιωπηρής ζωής που την τάραζαν βουβά κύματα. Η προσπάθεια του Γιωργή τα τελευταία τρία χρόνια να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο που τον είχε οδηγήσει ο εκσυγχρονισμός του πατρικού οινοποιείου είχε περιορίσει την επικοινωνία τους σε συζητήσεις για λογαριασμούς και χρέη. Όταν όμως αναγκάστηκε να πουλήσει τον καφενέ στο λιμάνι, απομακρύνθηκε ολότελα σ’ ένα μοναχικό ταξίδι ματαίωσης χωρίς να την πάρει μαζί του. Την κράτησε μακριά του όπως και όλο το νησί φορτωμένος το χρέος της αποτυχίας. Τα σχέδια και η προοπτική μιας ανέφελης ζωής είχαν πια μετατραπεί σε μόνιμη συννεφιά που σκέπαζε την καθημερινότητά τους χωρίς κανείς να έχει το κουράγιο να το παραδεχτεί. Τώρα όμως που επιτέλους είχε βρει τη δύναμη, τίποτε δε θα άλλαζε την απόφασή της να φύγει με το βραδινό πλοίο.
Σηκώθηκε και μάζεψε από κάτω το μουτζουρωμένο χαρτί . Άνοιξε τη βαλίτσα και σκέπασε με τη σελίδα ό,τι είχε πάρει μαζί της από τη ζωή της στο νησί. Την έκλεισε και βγήκε απ’ το σπίτι.
«Βαθμιαία μεταβολή του καιρού με έντονες βροχοπτώσεις και θυελλώδεις ανέμους σημειώθηκε σήμερα από τις μεσημβρινές ώρες σε πολλές θαλάσσιες περιοχές της χώρας. Απαγορεύθηκε ο απόπλους των πλοίων από το λιμάνι του Πειραιά για Κυκλάδες, Κρήτη, Δωδεκάνησα και βορειοανατολικό Αιγαίο, λόγω των θυελλωδών νοτιοδυτικών ανέμων που φθάνουν κατά τόπους τα 8 μποφόρ, ενώ στη διάρκεια της νύχτας αναμένεται να φθάσουν και τα 9 μποφόρ».
Από το ραδιόφωνο, που εξακολουθούσε ξεχασμένο να παίζει, ακουγόταν το δελτίο καιρού...”
Η Βάνια Σύρμου σπούδασε κλασσική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές τις σπουδές στο πρόγραμμα «Φύλο και νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας» του τμήματος Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Μεταφράσεις της από την αγγλόφωνη λογοτεχνία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μπιλιέτο. Έχουν δημοσιευθεί διηγήματά της σε λογοτεχνικά ιστολόγια καθώς και στην «Ανθολογία μικρού διηγήματος για τη νύχτα» από τις εκδόσεις «κύμα».
“Το ραδιόφωνο συντονισμένο στη συχνότητα του τοπικού σταθμού έπαιζε όπως κάθε πρωί σε χαμηλή ένταση. Σκυμμένη πάνω από μια σελίδα λευκού χαρτιού στο τραπέζι της κουζίνας έγραφε απορροφημένη τις σκέψεις της με ρυθμό σταθερό και αποφασιστικό. Οι λέξεις ξεχύνονταν στο χαρτί σπρώχνοντας η μια την άλλη για να χωρέσουν στη λευκή κόλλα. Το στυλό δεν άφηνε στιγμή το χαρτί να ξεκουραστεί από την πίεση της γραφίδας. Στο τέλος της σελίδας, οι λέξεις στριμώχτηκαν πλάι σε μια δυνατή τελεία.
Ήταν έτοιμη. Ήπιε μια γουλιά καφέ και άρχισε να διαβάζει όσα είχε γράψει. Σηκώθηκε κι έβαλε να πιει ένα ποτήρι νερό από τη βρύση χωρίς να πάρει τα μάτια της από το χαρτί. Κάθισε ξανά και παίρνοντάς το στα χέρια της άρχισε ψύχραιμα να το μουτζουρώνει. Στην αρχή αργά, απαλά, σχεδόν απολαυστικά, τραβώντας γραμμές μακριές και σταθερές. Στη συνέχεια, με κύκλους ομόκεντρους που άνοιγαν σταδιακά την περιφέρειά τους, κάλυψε την επιφάνεια του χαρτιού με γραμμές που γίνονταν όλο και πιο έντονες. Το μαύρο στυλό έτρεχε πάνω κάτω αυλακώνοντας τη σελίδα και το περιεχόμενό της. Μεγάλα Χ διέγραφαν απ’ άκρη σ’ άκρη τις λέξεις της. Τα τελευταία απομεινάρια γραφής μόλις πια που διακρίνονταν. Άφησε τη σελίδα να πέσει στο πάτωμα και ξέσπασε σ’ ένα λυτρωτικό κλάμα. Τι νόημα είχε να σκοτώσει κάτι που ήταν ήδη νεκρό;
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το χωλ. Η κόκκινη βαλίτσα της, απομεινάρι μιας άλλης μοναχικής ζωής, περίμενε μισάνοιχτη δίπλα στην πόρτα. Με την ίδια βαλίτσα στο χέρι είχε βρεθεί ξέμπαρκη χρόνια πριν στο λιμάνι του νησιού, νύχτα, όταν ένα ξαφνικό μπουρίνι απαγόρευσε τον απόπλου. Ποτέ της δεν συμβουλευόταν τα δελτία καιρού. Την ενοχλούσε η αγωνία της αναμονής που δημιουργούσαν οι προγνώσεις και την εκνεύριζε η συνήθης αστοχία τους. Κι απ’ την άλλη, θα ’λεγε πως της άρεσαν τα γυρίσματα του καιρού. Της άρεσε να παίρνει τη ζωή σαν μια σειρά από απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα. Ήταν για κείνη μέρος της περιπέτειας των μοναχικών της περιπλανήσεων όταν έπαιρνε άδεια από τη δουλειά. Μοναδικό καταφύγιο στο βραδινό Οκτωβριάτικο κρύο ήταν ο παραδοσιακός καφενές στην άκρη του λιμανιού, που εκείνη τη νύχτα έμεινε ανοιχτός ως το ξημέρωμα με μοναδικό πελάτη εκείνη. Ποιος να της έλεγε πως το ζεστό τσάι, η συντροφιά και το γλυκό χαμόγελο του Γιωργή που ’χε τον καφενέ, θα ήταν το δεύτερο μπουρίνι εκείνης της νύχτας που θα άλλαζε τη ζωή της, και θα γινόταν η αιτία για να μείνει έξι ολόκληρα χρόνια στο νησί, αφήνοντας πίσω την ακύμαντη μέχρι τότε ζωή της.
Έξι χρόνια που είχαν ξεκινήσει με τη σοροκάδα ενός ξαφνικού έρωτα και είχαν καταλήξει στη νηνεμία μιας σιωπηρής ζωής που την τάραζαν βουβά κύματα. Η προσπάθεια του Γιωργή τα τελευταία τρία χρόνια να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο που τον είχε οδηγήσει ο εκσυγχρονισμός του πατρικού οινοποιείου είχε περιορίσει την επικοινωνία τους σε συζητήσεις για λογαριασμούς και χρέη. Όταν όμως αναγκάστηκε να πουλήσει τον καφενέ στο λιμάνι, απομακρύνθηκε ολότελα σ’ ένα μοναχικό ταξίδι ματαίωσης χωρίς να την πάρει μαζί του. Την κράτησε μακριά του όπως και όλο το νησί φορτωμένος το χρέος της αποτυχίας. Τα σχέδια και η προοπτική μιας ανέφελης ζωής είχαν πια μετατραπεί σε μόνιμη συννεφιά που σκέπαζε την καθημερινότητά τους χωρίς κανείς να έχει το κουράγιο να το παραδεχτεί. Τώρα όμως που επιτέλους είχε βρει τη δύναμη, τίποτε δε θα άλλαζε την απόφασή της να φύγει με το βραδινό πλοίο.
Σηκώθηκε και μάζεψε από κάτω το μουτζουρωμένο χαρτί . Άνοιξε τη βαλίτσα και σκέπασε με τη σελίδα ό,τι είχε πάρει μαζί της από τη ζωή της στο νησί. Την έκλεισε και βγήκε απ’ το σπίτι.
«Βαθμιαία μεταβολή του καιρού με έντονες βροχοπτώσεις και θυελλώδεις ανέμους σημειώθηκε σήμερα από τις μεσημβρινές ώρες σε πολλές θαλάσσιες περιοχές της χώρας. Απαγορεύθηκε ο απόπλους των πλοίων από το λιμάνι του Πειραιά για Κυκλάδες, Κρήτη, Δωδεκάνησα και βορειοανατολικό Αιγαίο, λόγω των θυελλωδών νοτιοδυτικών ανέμων που φθάνουν κατά τόπους τα 8 μποφόρ, ενώ στη διάρκεια της νύχτας αναμένεται να φθάσουν και τα 9 μποφόρ».
Από το ραδιόφωνο, που εξακολουθούσε ξεχασμένο να παίζει, ακουγόταν το δελτίο καιρού...”
Η Βάνια Σύρμου σπούδασε κλασσική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές τις σπουδές στο πρόγραμμα «Φύλο και νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας» του τμήματος Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Μεταφράσεις της από την αγγλόφωνη λογοτεχνία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μπιλιέτο. Έχουν δημοσιευθεί διηγήματά της σε λογοτεχνικά ιστολόγια καθώς και στην «Ανθολογία μικρού διηγήματος για τη νύχτα» από τις εκδόσεις «κύμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου