Απόσπασμα από το μυθιστόρημα
«Η ζωή εν τάφω» του Στρ. Μυριβήλη
Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»
«Όλη μέρα καθούμαστε κλεισμένοι στο αμπρί μας με το φως αναμμένο για να βλέπει ο ένας τον άλλον. Ο αγέρας είναι ογρός σαν ιδρωμένος, η ανάσα δύσκολη. Το σκοτάδι κολνάει λερό, μυρίζει νοτισμένη μούχλα. Ωστόσο έξω πλημμυράει ο ήλιος! Ο ήλιος του θεριστή που πνίγει τον κόσμο στη λάμψη του και κάνει τη γης να βγάζει σπίθες. (Τέτοιες μέρες στο γιαλό της Λέσβος τα ψάρια τινάζουνται χαρούμενα έξω από το νερό, σαν ασημένιες λεπίδες που τις πιέζεις και κατόπι τις αφήνεις και πηδάν. Πάνω στη θάλασσα το φως χορεύει με γαλάζιες κι ασημένιες σπαθιές)…
Κι εμείς εδώ, από πολεμιστές, χερομέχοι κατάδικοι, σκάβουμε και βάζουμε σύρματα. Χιλιάδες μακαράδες από σύρματα γεμάτα αγκύλια. Λόφοι ολάκεροι από δαύτους ξεφορτώνονται αδιάκοπα. Ξετυλίγουνται και ξετυλίγουνται και σωσμό δεν έχουν. Βγαίνουμε τη νύχτα, βγαίνουν χιλιάδες, μιλιούνια άνθρωποι κάθε νύχτα κι απλώνουν αγκαθωτά σύρματα. Δένουν τα βουνά, τις λαγκαδιές και τους ατέλειωτους κάμπους. Η υδρόγειο έγινε πια ένα κουβάρι αγκαθωτό σύρμα.
Είναι ο αγριόβατος που φύτρωσε από τον πόλεμο και τύλιξε την οικουμένη. Είναι ένα σιδερένιο φιδόχορτο, ένα περιπλοκάδι δίχως φύλλα, όλο νύχια και δόντια. Ποτίζεται με ζεστό αίμα, θεριεύει κι απλώνει τις κουλούρες του. Βλασταίνει και κλαδίζει μόνο μέσα στη νύχτα, πιάνεται παντούθε με τις ακατέλυτες κληματίδες του. Τύλιξε τη Γης κ’ είναι ο «ακάνθινος στέφανος του μαρτυρίου» της. Όπου φυτρώνει το συρματόπλεγμα, μαραίνουνται τα λουλούδια, φυλλορροούν τα δέντρα, μαραζώνουν οι ανθισμένες οι μηλιές, οι ροδιές κιτρινίζουν. Είναι τα’ αγκάθι που ριζοβόλησε, κυρίεψε και χέρσωσε τα χωράφια και τις καρδιές. Κ’ εμείς, μιλιούνια κατάδικοι, σκάβουμε όλη τη νύχτα, μπήγουμε τις νέες καταβολάδες κι αδειάζουμε το αίμα της καρδιάς μας για να ποτίσουμε το περιπλοκάδι του πολέμου, να ριζοβολήσει, να ρίξει κι άλλα βλαστάρια.
Όλο σιδερένια νύχια και δόντια.
Δεν είναι παράξενα όλα αυτά;
Όμως, έτσι είναι, έτσι είναι πραγματικά…»
«Η ζωή εν τάφω» του Στρ. Μυριβήλη
Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας»
Κι εμείς εδώ, από πολεμιστές, χερομέχοι κατάδικοι, σκάβουμε και βάζουμε σύρματα. Χιλιάδες μακαράδες από σύρματα γεμάτα αγκύλια. Λόφοι ολάκεροι από δαύτους ξεφορτώνονται αδιάκοπα. Ξετυλίγουνται και ξετυλίγουνται και σωσμό δεν έχουν. Βγαίνουμε τη νύχτα, βγαίνουν χιλιάδες, μιλιούνια άνθρωποι κάθε νύχτα κι απλώνουν αγκαθωτά σύρματα. Δένουν τα βουνά, τις λαγκαδιές και τους ατέλειωτους κάμπους. Η υδρόγειο έγινε πια ένα κουβάρι αγκαθωτό σύρμα.
Όλο σιδερένια νύχια και δόντια.
Δεν είναι παράξενα όλα αυτά;
Όμως, έτσι είναι, έτσι είναι πραγματικά…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου