Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

«Όταν πεινούσαμε και πολεμούσαμε»

Ρίτα Μπούμη-Παπά: Διηγήματα», εκδόσεις «Τύμφη»

 Η Ρίτα Μπούμη γεννήθηκε το 1906 στην Ερμούπολη και έφυγε από τη ζωή στις 8 του Σεπτέμβρη 1984. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά και εφημερίδες. Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση. Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

 

                                      Λαθραίο ταξίδι

της Ρίτας Μπούμη – Παπά

«…Τα  ’χε βολέψει ο καπετάνιος μες στ’ άδειο αμπάρι του μεγάλου καϊκιού, που σε λιγάκι θα ’φευγε – πρώτα ο Θεός – για τον Περαία, να φορτώσει αλεύρια. Για να τα κρύψει, να μη φαίνουνται, έριξε πάνω τους ένα σωρό αδειανά τσουβάλια, σκοινιά και μπαγκατέλες.

– Μη σαλέψετε, ώσπου να σας φωνάξω εγώ – είπε με μια βροντώδικη φωνή ο καπετάνιος-. Έτσι και κάνετε κιχ, θα σας φουντάρω και τους δυο στη θάλασσα!

Καμιά φορά, μπήκε κι ο φτερουγάτος Ιταλός τελωνοφύλακας  μ’ άλλα δυό ιταλάκια, ναυτάκια του Λιμεναρχείου, κι αρχίσανε να κάνουνε μια ψευτο-έρευνα. Μονάχα για τα μαύρα μάτια.

Σφύριξε ο καπετάνιος κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Βρώμισε ο τόπος απ’ την εξάτμιση πετρέλαιο.

Πίσω του άφινε τη Σύρα, την όμορφη αρχόντισσα την ξεπεσμένη. Με τα σπίτια της γκρεμισμένα από τις μπόμπες, τις οβίδες και την πείνα. Μια πολιτεία καταρημαγμένη με τ’ αγαθό ανθρωπολόι της αποδεκατισμένης από το θάνατο, την ψώρα, τη χολέρα. Γεμάτη μνήματα, σκουπίδια και κουρέλια. Από την κάθε φαμελιά λείπανε δυό και τρεις και τέσσερις, κι οι αποδέλοιποι τοιμάζονταν για το στερνό ταξίδι.

Στην πολιτεία λιγοστοί μονάχα δεν είχανε πρηστεί κι εμπυάσει. Ο στρατός Κατοχής κ’ οι πλούσιοι. Οι τελευταίοι αυτοί τρώγανε όπως και πρώτα. Με πιατικά, μαχαιροπήρουνα, πετσέτες. Τα καϊκάκια τα μαυραγορίτικα, οι τράτες, φροντίζανε να μην τους λείψει τίποτα.

Σαν είχε φτάσει η σκούνα όξω πια απ’ το μώλο και τράβαγε ανατολικά, ο καπετάνιος πήγε στη μπουκαπόρτα, κι έβαλε μια φωνάρα:

– Σηκωθείτε, ρε μασκαράδες! Τι; Κοιμηθήκατε; – Κι έσκυψε το κεφάλι του.

Το βουνό τα τσουβάλια σάλεψε λίγο, και πάλι φοβισμένα έπηξε.

Ο καπετάνιος γέλασε βροντερά.

– Ρε, Αγάπιε!, παρ’ το Λουκή κι ελάτε απάνω να καμαρώσετε την ψωρο – Σύρα σας!

Μονάχα τότε άνοιξε η στοίβα τα σακκιά, και δυό κεφάλια παιδικά – πες νεκροκεφαλές – προβάλανε ξεσαρκωμένα, με κάτι μάτια στρογγυλά, μεγάλα σα ρολόγια…»

 

Booksyros: Διαβάστε ολόκληρο το διήγημα της Ρίτας Μπούμη-Παπά με μια επίσκεψη στην ιστοσελίδα   katiousa

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου