Αφήγημα της Ρούλας Λιάσκου
Σουρούπωνε. Το γιασεμί μοσχοβολούσε. Οι γειτόνισσες κατάβρεχαν το δρόμο, βγάζανε τις καρέκλες, τα σκαμνάκια να καθήσουν, να ξεκουραστούν και να κουτσομπολέψουν…
Κι εμείς τα παιδιά, χαράζαμε στο χώμα τον «κουτσό» με την ομάδα μας ν’ αρχίσουμε. Κι έπειτα το κρυφτό, κυνηγητό, αγάλματα, σκοινάκι. Και τι δεν παίζαμε… Τρέχαμε, ξεφωνίζαμε σαν τρελά, χαρούμενα, ευτυχισμένα. Πιο πολύ αγαπούσα το «περνά-περνά η μέλισσα»:
«Περνά-περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα κλεφτόπουλα…» Σαν ήσουνα κλεφτόπουλο, σε κράταγαν να σε ρωτήσουνε: «Τι θες, τον ουρανό με τα’ άστρα, τη θάλασσα με τα ψάρια ή τη γη με τα λουλούδια;»
Παίζαμε και το «un, deux, trοιs”, το «άναψέ μου το κεράκι», «στην παρακάτω γειτονιά»…Κι αρχίζαμε πάλι το κυνηγητό… Παίζαμε «κλέφτες κι αστυνόμοι». Πάντα ήθελα να ‘μαι με τους κλέφτες. Ένιωθα κάτι σαν περηφάνεια, σαν ηρωισμό να με κυνηγάνε, να τρέχω να σωθώ, να τρέχω να ξελεφτερώσω.
Θυμάμαι την Κάκια, την κοκκινομάλλα, που ήταν «αρχικλέφταρος». Ένα κοριτσάκι άσπρο κι αδύνατο, με φακίδες, μα γρήγορο και σβέλτο. Πώς φώναζε σα μας ξελεφτέρωνε, «ξελευτερία…α…α!» Γιόμιζε την καρδιά μας μ’ άσπρο φως. Έπειτα απ’ το τρελό κυνηγητό, παίζαμε το «ένα λεπτό κρεμμύδι…» Η μια ομάδα έλεγε»
-«Και ποιόνανε της δίνετε, γκέο βαγκέο;»
-«Της δίνουμε ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει»!
Κι ο άλλος απαντούσε: «Της δίνω βασιλόπουλο στο άλογο καβάλα». Τις νύχτες, τούτο το βασιλόπουλο, ερχόταν στα όνειρά μας…
Σαν κουραζόμαστε για καλά, έτσι για να ησυχάσουν κι οι μανάδες μας που φωνάζανε «ώρα για φαΐ, για ύπνο» καθόμαστε κοντά-κοντά στα σκαλοπάτια, χάμω στο πεζοδρόμιο, ζεστό ακόμα απ’ τον ήλιο και παίζαμε το «δαχτυλίδι»: «Νάτο, νάτο το δαχτυλίδι, ψάξε ψάξε για να το βρεις»…
…Το φεγγαράκι μας κρατούσε συντροφιά. Ανέβαινε απ’ τον Υμηττό, τρύπωνε στους μπαξέδες, έπαιζε με τις κληματαριές στ’ ασπρισμένα πεζούλια, τρύπωνε στις αυλές, γλιστρούσε στο δρόμο…
Και μεις, παίζαμε ακόμα. Ευτυχισμένα, ξέγνοιαστα. Ώσπου να μας μαζέψουνε για ύπνο και φαΐ, να φύγουν οι γειτόνισσες, ν’ αδειάσει ο δρόμος…
Η νύχτα έφτανε γλυκιά, γιομάτη οράματα, γιομάτη αρώματα. Νύχτα της Αθήνας της παλιάς, πόφερνε στ’ όνειρο το βασιλόπουλο στο άλογο καβάλα, πόφερνε ονείρατα που μοσχοβολούσαν λουίζα, μπουγαρίνι, γιασεμί…
(Αναδημοσίευση από την «Επιθεώρηση Τέχνης, Γραμμάτων & Πνευματικού Προβληματισμού «ΝΟΥΜΑΣ»)
Σουρούπωνε. Το γιασεμί μοσχοβολούσε. Οι γειτόνισσες κατάβρεχαν το δρόμο, βγάζανε τις καρέκλες, τα σκαμνάκια να καθήσουν, να ξεκουραστούν και να κουτσομπολέψουν…
Κι εμείς τα παιδιά, χαράζαμε στο χώμα τον «κουτσό» με την ομάδα μας ν’ αρχίσουμε. Κι έπειτα το κρυφτό, κυνηγητό, αγάλματα, σκοινάκι. Και τι δεν παίζαμε… Τρέχαμε, ξεφωνίζαμε σαν τρελά, χαρούμενα, ευτυχισμένα. Πιο πολύ αγαπούσα το «περνά-περνά η μέλισσα»:
«Περνά-περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα κλεφτόπουλα…» Σαν ήσουνα κλεφτόπουλο, σε κράταγαν να σε ρωτήσουνε: «Τι θες, τον ουρανό με τα’ άστρα, τη θάλασσα με τα ψάρια ή τη γη με τα λουλούδια;»
Παίζαμε και το «un, deux, trοιs”, το «άναψέ μου το κεράκι», «στην παρακάτω γειτονιά»…Κι αρχίζαμε πάλι το κυνηγητό… Παίζαμε «κλέφτες κι αστυνόμοι». Πάντα ήθελα να ‘μαι με τους κλέφτες. Ένιωθα κάτι σαν περηφάνεια, σαν ηρωισμό να με κυνηγάνε, να τρέχω να σωθώ, να τρέχω να ξελεφτερώσω.
Θυμάμαι την Κάκια, την κοκκινομάλλα, που ήταν «αρχικλέφταρος». Ένα κοριτσάκι άσπρο κι αδύνατο, με φακίδες, μα γρήγορο και σβέλτο. Πώς φώναζε σα μας ξελεφτέρωνε, «ξελευτερία…α…α!» Γιόμιζε την καρδιά μας μ’ άσπρο φως. Έπειτα απ’ το τρελό κυνηγητό, παίζαμε το «ένα λεπτό κρεμμύδι…» Η μια ομάδα έλεγε»
-«Και ποιόνανε της δίνετε, γκέο βαγκέο;»
-«Της δίνουμε ένα ναύτη που όλο μύγες χάφτει»!
Κι ο άλλος απαντούσε: «Της δίνω βασιλόπουλο στο άλογο καβάλα». Τις νύχτες, τούτο το βασιλόπουλο, ερχόταν στα όνειρά μας…
Σαν κουραζόμαστε για καλά, έτσι για να ησυχάσουν κι οι μανάδες μας που φωνάζανε «ώρα για φαΐ, για ύπνο» καθόμαστε κοντά-κοντά στα σκαλοπάτια, χάμω στο πεζοδρόμιο, ζεστό ακόμα απ’ τον ήλιο και παίζαμε το «δαχτυλίδι»: «Νάτο, νάτο το δαχτυλίδι, ψάξε ψάξε για να το βρεις»…
…Το φεγγαράκι μας κρατούσε συντροφιά. Ανέβαινε απ’ τον Υμηττό, τρύπωνε στους μπαξέδες, έπαιζε με τις κληματαριές στ’ ασπρισμένα πεζούλια, τρύπωνε στις αυλές, γλιστρούσε στο δρόμο…
Και μεις, παίζαμε ακόμα. Ευτυχισμένα, ξέγνοιαστα. Ώσπου να μας μαζέψουνε για ύπνο και φαΐ, να φύγουν οι γειτόνισσες, ν’ αδειάσει ο δρόμος…
Η νύχτα έφτανε γλυκιά, γιομάτη οράματα, γιομάτη αρώματα. Νύχτα της Αθήνας της παλιάς, πόφερνε στ’ όνειρο το βασιλόπουλο στο άλογο καβάλα, πόφερνε ονείρατα που μοσχοβολούσαν λουίζα, μπουγαρίνι, γιασεμί…
(Αναδημοσίευση από την «Επιθεώρηση Τέχνης, Γραμμάτων & Πνευματικού Προβληματισμού «ΝΟΥΜΑΣ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου