(Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ -enet.gr)
«Όποιους ο Θεός θέλει να καταστρέψει, τους οδηγεί πρώτα στην παραφροσύνη»... Έτσι ξεκινά το νέο μυθιστόρημα του Πάνου Καρνέζη «Το Μοναστήρι» (εκδ. Λιβάνη), που εκτυλίσσεται στις αρχές του 20ού αιώνα σε μια παραδεισένια πλαγιά του ισπανικού Νότου, σ' έναν τόπο γαλήνης και περισυλλογής. …Είναι πράγματι μια ιστορία παραφροσύνης που, με κινηματογραφικό σχεδόν τρόπο, ξεδιπλώνεται στο βιβλίο. Αυτής που κυριεύει την αδελφή Μαρία Ινές, ηγουμένη του μοναστηριού, η οποία επί τριάντα χρόνια βασανιζόταν από ενοχές για την οικιοθελή απαλλαγή της από τον καρπό της πρώτης και μοναδικής ερωτικής της συνεύρεσης. Γι' αυτό κι όταν ανακαλύπτει ένα βρέφος έξω από τη μονή εκλαμβάνει τον ερχομό του ως θείο δώρο, αρνείται να εξερευνήσει το μυστήριο της προέλευσής του, και γαντζώνεται μ' εμμονή πάνω του, αδιαφορώντας για τις συνέπειες...
Γραμμένο απ' ευθείας στ' αγγλικά -τη γλώσσα στην οποία όχι μόνο σκέφτεται αλλά και ονειρεύεται πια ο 43χρονος πρώην μηχανολόγος από την Αμαλιάδα- το «Μοναστήρι» είναι το τρίτο μυθιστόρημα ενός συγγραφέα που ξεπήδησε από το φημισμένο τμήμα δημιουργικής γραφής του East Anglia, που έμαθε την τέχνη του «κατ' αρχήν, διαβάζοντας διηγήματα» και που κατάφερε να ξεχωρίσει στη Βρετανία το 2002 με τις παρθενικές «Μικρές ατιμίες» του. Κι όπως ο «Λαβύρινθος» και το «Πάρτι γενεθλίων» που προηγήθηκαν, από μια εικόνα γεννήθηκε κι αυτό…
- Η λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το καλό από το κακό, την πίστη από τη δεισιδαιμονία, τα λόγια από τις πράξεις, ήταν κάτι που σας απασχολούσε από παιδί;
«Επιστρέφω συχνά στις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, ίσως επειδή είναι οι πιο έντονες και μαγικές στιγμές της ζωής. Είχα μια μάλλον συνηθισμένη αστική ανατροφή αλλά η καταγωγή μου είναι από την επαρχία και τα συχνά ταξίδια εκεί μ' έφεραν σ' επαφή με έναν άλλο τρόπο ζωής. Μικρές κοινότητες, η δεισιδαιμονία στην καθημερινή ζωή, η επίδραση της φύσης στον ανθρώπινο χαρακτήρα... Ολα αυτά ήταν χαραγμένα στη μνήμη μου κι όταν άρχισα να γράφω, ανασύρθηκαν στην επιφάνεια».
- Υπάρχει κάτι στη γύρω σας πραγματικότητα που σας απωθεί; Γιατί επιμένετε να στήνετε ατμόσφαιρες μέσα σ' ένα απώτερο παρελθόν;
«Είναι μια ενστικτώδης επιλογή. Νιώθω πιο άνετα σε έναν κόσμο όπου οι νόμοι της φυσικής, η ιστορία, ο χρόνος, η γεωγραφία δεν υπακούν σε απόλυτους κανόνες αλλά είναι παράμετροι που μπορώ να πλάσω σε ό,τι σχήμα επιθυμώ. Ίσως είναι και συνέπεια του ότι ζω ανάμεσα σε δύο χώρες, χωρίς να ανήκω πλήρως σε καμία, όπως γίνεται με κάθε μετανάστη».
- Ποιοι είναι οι περιορισμοί και ποιες οι ελευθερίες όταν γράφει κανείς σε άλλη από τη μητρική του γλώσσα;
«Ο σημαντικότερος περιορισμός, νομίζω, είναι η έλλειψη της συναισθηματικής ταύτισης που υπάρχει με τη μητρική γλώσσα, η ικανότητα ν' αναγνωρίζεις τη μελωδία της, οι συνειρμοί που μια λέξη φέρνει στο νου. Όλα αυτά βοηθάνε για να γράψεις με περισσότερη ακρίβεια. Δεν είναι κάτι που έρχεται αυτόματα σ' όποιον γράφει σε μια δεύτερη γλώσσα, αλλά δεν είναι αδύνατον. Ελπίζω με τον καιρό να γίνω καλύτερος σ' αυτό. Από την άλλη, αυτή η συναισθηματική απόσταση σου επιτρέπει να σκέφτεσαι πιο ψυχρά, με κριτικό πνεύμα, τα θέματά σου, αποφεύγοντας τους τυποποιημένους τρόπους συμπεριφοράς και έκφρασης».
- Πώς νιώθετε όλους αυτούς τους μήνες που η Ελλάδα δέχεται αρνητική δημοσιότητα για τα οικονομικά της προβλήματα; Γίνατε αποδέκτης σχολίων που σας έφεραν σε αμηχανία;
«Ήταν ανησυχητικό. Οι εφημερίδες και η τηλεόραση στην Αγγλία αναφέρθηκαν πολλές φορές στην περίπτωσή μας. Αλλά ήταν ενδιαφέρον ότι δεν το έκαναν με το σαρκασμό που ακούγαμε πριν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Ίσως γιατί και η αγγλική οικονομία πέρασε και περνάει δύσκολες στιγμές, κι έτσι είδαν την κατάσταση στην Ελλάδα ως άλλη μια συνέπεια της παγκόσμιας ύφεσης».
- Πώς μεταφράζεται η κρίση στον εκδοτικό χώρο;
«Τα χειρότερα μάλλον πέρασαν. Τα δυο τελευταία χρόνια εκδόθηκαν πολύ λιγότερα βιβλία, ενώ και οι αμοιβές των συγγραφέων σε μορφή προκαταβολής μειώθηκαν στο ένα τρίτο ή και στο μισό».
- Το ότι κινείστε μέσα σ' ένα πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον επηρεάζει τις δημιουργικές σας επιλογές;
«Ευτυχώς δεν είχα πρόβλημα έως τώρα. Η αλήθεια όμως είναι πως οι εκδότες περιμένουν την επιτυχία, κριτική ή εμπορική, από το πρώτο κιόλας βιβλίο ενός συγγραφέα, ενώ οι περισσότεροι χρειάζονται τέσσερα και πέντε βιβλία για να μπορούν να γράφουν με αυτοπεποίθηση και να ελπίζουν στην αναγνώριση. Το μόνο που μπορεί κανείς να κάνει είναι να συνεχίσει να γράφει όσο καλύτερα μπορεί. Και να κρατάει τις αποστάσεις του από μια κατάσταση που αδυνατεί να επηρεάσει και που ελάχιστη σχέση έχει με την τέχνη της γραφής»...
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο και τη συνέντευξη του Πάνου Καρνέζη κάνοντας ένα ...κλικ ΕΔΩ !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου