Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Μεγαλώνοντας στην Κύπρο

( ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ -enet)
Το πρώτο μυθιστόρημα του Νίνου Φένεκ Μικελίδη ζωντανεύει τα ερωτικά σκιρτήματα ενός νέου που ανδρώνεται στην ταραγμένη μεγαλόνησο της δεκαετίας του '50
Λευκωσία, Ιούνιος του 1954.Παραμονές της πρώτης προσφυγής στον ΟΗΕ για το Κυπριακό και με τα βλέμματα των Ελληνοκυπρίων στραμμένα στις προσπάθειες ένωσης του νησιού με την Ελλάδα, μια ομάδα νεαρών λογοτεχνών σπεύδει στο Βρετανικό Συμβούλιο στο κέντρο της πόλης για να υποδεχθεί τον διάσημο βρετανό συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ. Ανάμεσά τους, κι ο Νικηφόρος.
Γιος δασκάλας κι ορφανός από πατέρα από δύο χρόνων, άρτι αποφοιτήσας από την Αγγλική Σχολή, με μια ποιητική συλλογή ήδη στο ενεργητικό του, αρκούντως υποψιασμένος για τις εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ Σεφέρη και Ελιοτ και λάτρης της κλασικής μουσικής, ο 18χρονος Νικηφόρος ψάχνει τον βηματισμό του. Κι είναι ακόμα ανυποψίαστος για τις αλλαγές που αυτό το καλοκαίρι εγκυμονεί τόσο για το μέλλον του τόπου του όσο και για το δικό του.

Ευαισθησία και γλαφυρότητα
Ο Νικηφόρος δεν είναι άλλος από τον κεντρικό ήρωα του παρθενικού πεζού του Νίνου Φένεκ Μικελίδη «Θρυμματισμένο γυαλί» (εκδ. Εμπειρία Εκδοτική), αυτός πάνω στον οποίο ο κινηματογραφικός κριτικός της εφημερίδας μας προβάλλει τα όνειρα και τα διλήμματα που έτρεφε κι ο ίδιος στα 18 του. Γεννημένος όπως κι ο Νικηφόρος στη Λευκωσία το 1936 και με ανάλογες λογοτεχνικές φιλοδοξίες την εποχή που αμφισβητούνταν έντονα η αγγλική κατοχή, ο Μικελίδης επιχειρεί εδώ να ζωντανέψει την ταραγμένη κυπριακή καθημερινότητα στα μέσα της δεκαετίας του '50. Και, παρακολουθώντας βήμα προς βήμα τη σεξουαλική και πολιτική αφύπνιση του μυθιστορηματικού του alterego, καταφέρνει ν' αποδώσει με ευαισθησία και γλαφυρότητα τις ψυχικές διακυμάνσεις ενός νέου έτοιμου να εκραγεί από ερωτικούς χυμούς, τη στιγμή που η Ιστορία εισβάλλει για τα καλά στη ζωή του.
«Αρχικά σκεφτόμουν να γράψω κάτι σαν ημερολόγιο», ομολογεί, «ένα είδος απομνημονευμάτων. Στην πορεία όμως αποφάσισα να δώσω στο βιβλίο μυθιστορηματική μορφή, συνδυάζοντας τα πραγματικά γεγονότα με τις προσωπικές μου εμπειρίες. Πάντα ήθελα να γράψω μια εκτενέστερη αφήγηση, αλλά δεν έβρισκα τον χρόνο. Επιασα λοιπόν να δουλεύω στ' αεροπλάνο, στη διάρκεια των ταξιδιών μου...»
Κι έτσι επέστρεψε στην πλημμυρισμένη στα ποδήλατα Λευκωσία των μαθητικών του χρόνων, στα στούντιο του ΡΙΚ, όπου έκανε τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα, στα σινεμά όπου αντάλλασσε παθιασμένα φιλιά με τους εφηβικούς του έρωτες, στα ταβερνάκια όπου άναβαν οι συζητήσεις για τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ।
Μέσα από το «Θρυμματισμένο γυαλί» αναδύεται μια συντηρητική κοινωνία, όπου τα κορίτσια σκαρφίζονταν τους πιο ανορθοδόξους τρόπους για να διατηρήσουν άθικτη την παρθενιά τους και, παράλληλα, μια νεολαία διχασμένη ανάμεσα στους πνευματικούς ορίζοντες που της άνοιγαν οι βρετανικές αρχές και στα πατριωτικά της αισθήματα. «Είναι η βία ο πραγματικός τρόπος για ν' αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε;» αναρωτιέται ο Νικηφόρος, όταν η αντίσταση κατά των Αγγλων έχει ξεκινήσει, όταν ο Μιχάλης Καραολής, κατηγορούμενος για τη δολοφονία βρετανού στρατιώτη, έχει συλληφθεί, όταν στο υπό βρετανική διεύθυνση ΡΙΚ καιροφυλακτούν οι σπιούνοι και το κυνηγητό των «τρομοκρατών» συνεχίζεται ακάθεκτο.
Οι φίλοι του τον καλούν να συστρατευθεί στον αγώνα, αλλά, αν του ζητούσαν να βάλει βόμβα, θα το έκανε; Μήπως αυτό θα έκανε τη στάση των Αγγλων πιο σκληρή; Ο Νικηφόρος ξέρει ότι δεν κάνει για... καουμπόης, το μυαλό του μοιάζει να μην ξεκολλάει από το σεξ, αλλά οι εξελίξεις τρέχουν και τον ταρακουνούν. Η ραδιοφωνία βομβαρδίζεται, οι συλλήψεις των αντιστασιακών πολλαπλασιάζονται, οι ειρηνικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας τελειώνουν με την επέμβαση πότε της αστυνομίας πότε του στρατού, και το φευγιό του Νικηφόρου για σπουδές στην Αθήνα επισπεύδεται...
Ας αφήσουμε τον ήρωα του «Θρυμματισμένου γυαλιού» στο σημείο που πιάνει επαφή με τους διανοούμενους της «Επιθεώρησης Τέχνης», τον Κουλουφάκο, τον Λειβαδίτη, τον Πατρίκιο, τον Βουρνά, τον Αυγέρη, και τους ακολουθεί στο Α' Νεκροταφείο, ελισσόμενος μαζί τους ανάμεσα στους τάφους του Παλαμά, του Ουράνη, του Βιζηυνού και του Σικελιανού, σ' ένα ιδιότυπο λογοτεχνικό μνημόσυνο γεμάτο ποίηση και οίστρο. Ας τον αφήσουμε στο σημείο που αγοράζει ανύποπτος την «Αυγή» και δέχεται την επίπληξη του εισπράκτορα στο λεωφορείο για την αποκοτιά του να διαλαλεί τα «κοινωνικά φρονήματά» του. Οι αθηναϊκές μέρες του Μικελίδη ίσως δώσουν αργότερα υλικό για ένα δεύτερο μυθιστόρημα. Εκείνες όμως του Νικηφόρου είναι μετρημένες. Και τελειώνουν μέσα σ' ένα όνειρο, μ' ένα παγωμένο φιλί από το μόνο κορίτσι που δεν είχε καταφέρει να κατακτήσει ως τότε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου