«Το 1962 λίγοι απ’ το χωριό μου, τον Τσαμαντά Θεσπρωτίας, σπούδαζαν, οι πιο πολλοί πηγαίνανε Γερμανία. Εγώ ήρθα στην Αθήνα για σπουδές, Νομική. Ήταν όνειρο γενεών αγροτών: οι ίδιοι σκυμμένοι στο χώμα, αλλά το παιδί να σπουδάσει, κουστούμι-γραβάτα, να ξεφύγει, να ζήσει από τη μαυρομύτα, δηλαδή την πένα. Ο πατέρας μου σιδεράς (ζει, βγάζει αγριογούρουνα ακόμα), δεν μπορούσε να βοηθήσει. Εχθρικό περιβάλλον τότε στην πόλη, υπήρχε η ρετσινιά με τους βλάχους (άργησα πολύ ν’ αγαπήσω την Αθήνα, αλλά έγινε κι αυτό). Εμένα όμως δεν μου άρεσε η Νομική, είχα το κουσούρι της ποίησης, το σεβντά, έγραφα από μικρός. Είχα μια ισχυρή κλίση και συνέχιζα εκεί που ήμουν καλός. Κάποια στιγμή μπερδεύτηκα από τα πολλά ψέματα που είχα πει για τη σχολή, τι έλεγα στον πατέρα μου, τι στον αδερφό μου. Τελικά τα παράτησα και το είπα.
Δούλευα στα φερμουάρ «Ζάμα» –τα θυμάσαι;– μερικά χρόνια. Το εργοστάσιο ήταν στον Πειραιά. Ύστερα δουλειές του ποδαριού. Πήγα στρατό το ’69, γύρισα.
Πήγα υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο «Δωδώνη» του Βαγγέλη του Λάζου, Ασκληπιού 3. Αργότερα, το ’73-76 άνοιξα δικό μου στη Χαριλάου Τρικούπη, «Το Δέντρο» το λέγανε. Εκεί μου άρεσε, διάβαζα πολύ, γνώρισα αξιόλογους ανθρώπους. Ωραία χρόνια. Γνωρίστηκα με τον Φίλιππο Βλάχο από τις εκδόσεις «Κείμενα», έβγαλα τα πρώτα μου βιβλία εκεί. Αργότερα, όταν πέθανε ο Φίλιππος, πήγα στον Καστανιώτη. Και σήμερα ακόμα, που είναι εκδότρια η γυναίκα μου (στο «Γυναικών» έχει κάνει πολύ καλή δουλειά!), τα ποιητικά βιβλία στον Καστανιώτη τα βγάζω. Είναι ανοιχτός άνθρωπος, ευθύς.
Όταν άρχισε να μην πηγαίνει καλά το βιβλιοπωλείο, το ’κλεισα. Αργότερα έγραψα στίχους για την Ελευθερία και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου – και για άλλους πολλούς, θα σου δώσω το βιβλίο και θα δεις. Και στη διαφήμιση που δούλεψα χρόνια κειμενογράφος (μεγάλος πήγα εκεί, σαρανταπεντάρης), κρατιόμουνα από τα χρόνια μου στα βιβλιοπωλεία. Τώρα, εδώ και λίγα χρόνια, έχω πάρει σύνταξη.
Μέχρι τελευταία έγραφα μόνο με στιλό και χρησιμοποιούσα το λάπτοπ για διορθώσεις. Μ’ αρέσει να βλέπω το χέρι μου να γράφει. Τώρα τελευταία γράφω και απευθείας στο λάπτοπ, όχι όμως λογοτεχνία. Συνεντεύξεις, ας πούμε (όχι τη δική μας, αυτή εδώ είναι ζωντανή). Γράφω μάλλον σπάνια και λίγα πράγματα κάθε φορά. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς άλλοι γράφουν με άνεση 500- 600 σελίδες. Ούτε όμως και κάποιους που ισχυρίζονται ότι κουράζονται για να καταθέσουν ό,τι έχουν κλπ κλπ Εγώ μπορεί ν’ αργήσω, μα όταν γράφω περνάω καλά ο ίδιος, το χαίρομαι.
Το «Γυναικών» είναι ένα βιβλίο με μικρά διηγήματα, που θυμίζουν ποιήματα. Μ’ ενδιαφέρει το ψάξιμο στα όρια ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση. Στο μικρό αυτό βιβλίο έχω δουλέψει πάρα πολύ, όπως στην ποιητική φόρμα. Ελάχιστα πρόσωπα είναι αυτοβιογραφικά, τα περισσότερα είναι επινοημένα. Το παλαιότερο κομμάτι είναι σχεδόν 20 χρονών. Πολλές φορές όμως «στομώνω» για χρόνια, το είχα παρατήσει καιρό το βιβλίο. Τελευταία το ξανάπιασα και το τέλειωσα. (Παράλληλα έγραφα κι ένα μεγάλο ποίημα, την «Άψινθο» – πρώτη φορά έγραφα δύο πράγματα ταυτόχρονα. Ένα διήγημα από την «Άψινθο» ξεκίνησε). Φυσικά, επίκεντρο σε όλα είναι μια γυναίκα. Σε μερικά το τέλος είναι εσκεμμένα «φευγάτο». Τα περισσότερα δεν έχουν άλλο τίτλο, παρά την πρώτη φράση του κειμένου. Μια εξαίρεση είναι η «Μυρωδιά βρεγμένης θάλασσας», γιατί μου άρεσε πολύ ως φράση. Αλλά την πιο αγαπημένη μου φράση σ’ όλο το βιβλίο την έχει πει μια παραδουλεύτρα, η Γιαννούλα. Κάποιος γέρος ζήτησε από την κόρη της να τον γηροκομήσει με αντάλλαγμα το σπίτι του. Για πόσο; Για «όσο κρατούν τα μάτια μου νερό» είπε ο γέρος. Αυτή είναι η φράση και αρνούμαι να τη σκεφτώ πάρα πολύ.
Με ρωτάς για κοινά σημεία με Κώτσια, Δημητρίου, Μήτσου – αν υπάρχει ηπειρώτικη ή δυτικοελλαδίτικη σχολή. Δεν υπάρχει, νομίζω. Μόνο μια κοινή φλέβα: το κοφτό και συνάμα ποιητικό, το πέρασμα από το ύπαιθρο στην πόλη, η δουλεμένη φόρμα. Για τον εαυτό μου, τουλάχιστον, έχω μόνο την εντύπωση ότι ίσως και να συνεχίζω το δημοτικό τραγούδι». A
Το βιβλίο διηγημάτων του Μιχάλη Γκανά «Γυναικών» κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 2010 από τις εκδόσεις Μελάνι
(d.fyssas – ATHENS VOICE)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου