Με αφορμή την επανέκδοση των δυο κλασσικών βιβλίων του, Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» και «Κλειστόν λόγω μελαγχολίας», ο Κώστας Μουρσελάς μιλάει για τη θεατρικότητα των βιβλίων του και τα ήθη της ελληνικής επαρχίας.
Πώς αισθάνεστε για την επανέκδοση του Κλειστόν λόγω μελαγχολίας έντεκα χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία; Τι πιστεύετε ότι έχει να πει το βιβλίο σας σε μια νέα γενιά αναγνωστών;
Θα προτιμούσα να με ρωτήσετε αν έγραφα σήμερα το Κλειστόν λόγω μελαγχολίας, θα έγραφα το ίδιο έργο;. Τότε θα σας απαντούσα «όχι βέβαια». Η ζωή μέσα μας έχει μια συνέχεια. Συνεχώς κάτι μετακινείται, κάτι αλλάζει, κάτι γεννιέται, κάτι πεθαίνει.
Αλλάζουμε, διαφοροποιούμεθα, συνειδητοποιούμε πράγματα, ανακαλύπτουμε πράγματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά τα πράγματα δεν προϋπήρχαν. Αλίμονο. Δηλαδή, αν, ωριμάζοντας εμείς τώρα, έχουμε έναν άλλο τρόπο να βλέπουμε τον κόσμο, δεν σημαίνει ότι αυτός ο κόσμος στα βασικά στοιχεία του δεν ήταν ο ίδιος όπως και τώρα. Το ίδιο μας πληγώνει η προδοσία, η αχαριστία, η αδικία. Θέλω να πω ότι αν το έργο μου είχε από τη γένεσή του θνησιγενή στοιχεία, αν ήταν ελαττωματικό, τότε γιατί να μην είναι το ίδιο ελαττωματικό και σήμερα; Αν, όμως, ήταν εξαρχής αυθεντικό, λειτουργικό, αφηγηματικό, πειστικό στις καταστάσεις που ζουν οι ήρωές του και, κυρίως, αν διέθετε διαχρονικές και αρχετυπικές αλήθειες, τότε γιατί να μην παραμένει ενεργό και σήμερα για κάθε νέο αναγνώστη;
Διαβάζοντας κανείς το Κλειστόν λόγω μελαγχολίας, θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει ως έργο έντονα θεατρικό - και η δομή του αλλά και οι διάλογοι των ηρώων θυμίζουν θεατρικό έργο. Είναι κάτι που έγινε ηθελημένα;
Κατ' αρχήν, πιστεύω ότι θέατρο και λογοτεχνία έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Διαθέτουν και πρόζα και διάλογο. Ύστερα, ο προφορικός λόγος στο θέατρο είναι ένα φοβερό γλωσσικό εργαλείο. Δημιουργεί άνετα ρυθμό, πυροδοτεί τη δράση, οι λέξεις που ακούγονται ισοδυναμούν με πράξεις, διαμορφώνουν πολύ πιο εύκολα τους χαρακτήρες των ηρώων, επιταχύνουν τη δράση, κορυφώνουν ταχύτερα τις συγκρούσεις, γοητεύουν τους αναγνώστες. Και βέβαια η επιλογή αυτής της θεατρικότητας στο έργο μου είναι ηθελημένη και νομίζω ότι η πλειοψηφία της σύγχρονης λογοτεχνίας αυτό κάνει. Όπως έκανε και ο Όμηρος, ο μέγιστος των παραμυθάδων. Δηλαδή, μεταχειριζόταν με τον πιο θαυμαστό τρόπο το μιξάζ προφορικού και γραπτού λόγου. Αυτό επιδιώκω και εγώ, αυτόν το συνδυασμό. Πριν την ανακάλυψη της γραφής, πώς διηγούνταν οι άνθρωποι τις ιστορίες τους; Νομίζω πως ναι, με βοηθάει αφάνταστα το θέατρο.
Έχετε πολλά χρόνια να γράψετε θεατρικό έργο, αν και ξεκινήσατε ως θεατρικός συγγραφέας κυρίως. Γιατί; Τι άλλαξε; Πιστεύετε πως υπάρχει περίπτωση να ξαναγυρίσετε στη συγγραφή θεατρικών έργων;
Όλα τα είδη των τεχνών έχουν τα πλεονεκτήματά τους, αν και ανέκαθεν εμένα προσωπικά με κέρδιζε η λογοτεχνία και το θέατρο, που, κατά κάποιον τρόπο, παραμένει η βασίλισσα των τεχνών, κυρίως όταν πρόκειται για ένα καλογραμμένο έργο σε μια καλοσκηνοθετημένη παράσταση με εμπνευσμένους ηθοποιούς.
Η ξαφνική σας στροφή στην πεζογραφία στα τέλη της δεκαετίας του '80 ξάφνιασε πολλούς. Πώς προέκυψαν τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά μετά από σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια θεατρικών έργων;
Κυρίως γιατί το θέμα τους και οι ήρωες μου δεν «χωρούσαν» σε μια θεατρική παράσταση δυο ωρών. Με εξυπηρετούσε η μυθιστορηματική φόρμα, και κάπως έτσι εισέβαλα στην πεζογραφία.
Μέσα στο Κλειστόν λόγω μελαγχολίας περιγράφεται μια μικρή κλειστοφοβική επαρχιακή πόλη γεμάτη μυστικά , υποκρισία, εναλλαγή ερωτικών συντρόφων, μυστικοπάθεια και μισαλλοδοξία. Πιστεύετε ότι αυτή η ελληνική επαρχία υφίσταται ακόμη;
Νομίζω, και αυτό μάλλον προσπάθησα να προκύψει, ότι η επαρχία παραπλώθηκε και ότι έχει «κατοικήσει» σε όλη την Ελλάδα, σε κάθε γειτονιά. Στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και παντού. Στις σχέσεις, στις συμπεριφορές και στους έρωτες. Με φευγάτους, τραμπούκους, άντρες με ανθρώπινο πρόσωπο και με άντρες αρπακτικά. Ανθρώπους με μικρά όνειρα και με μεγάλα όνειρα. Γυναίκες ευαίσθητες και τρυφερές. Γυναίκες έτοιμες για όλα. Μια μικρή κοινωνία που τη συναντάμε έτσι αποσπασματικά παντού, σε όλη την Ελλάδα. Και χθες και στη δεκαετία του '80 και του '90 και σήμερα, προπάντων σήμερα. Αυτή, λοιπόν, τη μικρή επαρχιακή πόλη που περιγράφω νομίζω πως τη συναντάμε παντού, γιατί παντού βασιλεύει και ένας μέσος όρος ποιότητας ανθρώπων και μια επαναλαμβανόμενη μελαγχολική καθημερινότητα με όλες τις πτώσεις της και με όλες τις εξάρσεις της.
Παρ' όλα αυτά, δεν νομίζω πως βρισκόμαστε σε μια κλειστοφοβική πόλη με κλειστές πόρτες. Αντίθετα, οι περισσότεροι ήρωές μου βολεύονται έτσι, γιατί έχουν την ψευδαίσθηση μιας ελεύθερης επιλογής. Γι' αυτό και δεν τολμούν μια απελπισμένη έξοδο του Μεσολογγίου. Την ονειρεύονται όμως. Ωστόσο, σε όλον αυτό τον μικρόκοσμο μοιάζει μερικές φορές σαν κάτι να προετοιμάζεται, σαν κάτι ελπιδοφόρο να κυοφορείται, αν και συνεχώς παραμονεύει. Η φθορά, η ματαίωση και το ανικανοποίητο, στοιχεία που φέρνουν κατάθλιψη και μελαγχολία, εξού και το Κλειστόν λόγω μελαγχολίας.
Ο συγγραφέας αυτής της ιστορίας πιστεύει ότι δεν παραιτείται κανείς τόσο εύκολα από τα πάθη του αναφέρετε στο Κλειστόν λόγω μελαγχολίας. Οι ήρωες των 2 βιβλίων σας άγονται και φέρονται από τα πάθη τους. Πιστεύετε ότι αυτό ισχύει και στην πραγματική ζωή;
Δεν νομίζω ότι σε όλο το βιβλίο μου εκείνο που κυριαρχεί είναι τα πάθη των ηρώων μου και ότι άγονται και φέρονται απ' αυτά, χωρίς καθόλου να τα υποτιμώ φυσικά. Απλούστατα, ήθελα μόνο να κάνω ένα πολιτικό έργο, χωρίς, όμως, να έχει στις σελίδες του ίχνος πολιτικής, για να καταγράψω μια στάσιμη κοινωνία σε παρακμή, που της λείπει η αρμονία και όπου μονίμως βασιλεύει το ανικανοποίητο, όπως είπα.
Ήθελα τα πρόσωπά μου να έχουν αποδεχθεί τη μοίρα τους, χωρίς καν να αισθάνονται κάποια ενοχή γι' αυτό και χωρίς καν να ελπίζουν πως κάτι θα αλλάξει γι' αυτούς, χωρίς να περνά κάτι τέτοιο απ' το μυαλό τους, αλλά να τους αρκεί να συντηρούν τις αυταπάτες τους. Πιο πολύ να τους ενδιαφέρει το κρεβάτι τους, οι κονόμες τους, οι προδοσίες τους, η απληστία τους ή και ο φόβος του θανάτου παρά η μίζερη μοίρα τους. Ήθελα μοναδική ελπίδα γι' αυτούς να παραμένει η υποψία μιας βεβαιότητας ότι κάποια μέρα πιθανόν να συνειδητοποιήσουν το πόσο τραγικά πρόσωπα κατάντησαν να είναι, μήπως και αρχίσει κάποτε κάτι να αχνοφαίνεται, κάτι να αλλάζει στη ζωή τους.
Στο Κλειστόν λόγω μελαγχολίας δεν αναφέρεται ημερομηνία ούτε τόπος, αν και είναι έντονη η αίσθηση της Ελλάδας πριν της δεκαετία του '80. Πιστεύετε ότι η Ελλάδα έχει αλλάξει ριζικά από τότε; Και αν ναι, με ποιον τρόπο;
Εγώ, ειλικρινά, δεν βλέπω κάποια αλλαγή. Ή, μάλλον, βλέπω, αλλά προς το χειρότερο. Στο Κλειστόν λόγω μελαγχολίας μόνο τα μεγέθη διαφέρουν σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Τώρα είναι πράγματι πολύ πιο άγρια τα πράγματα. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε ακόμα μεγαλύτερα αδιέξοδα. Ίσως έφτασε επιτέλους και η στιγμή της συνειδητοποίησης. Θέλουν να αποδράσουν και δεν το τολμούν, δεν υπάρχει καν μια τάση φυγής όπως υπάρχει στους ήρωές μου, γιατί δεν έχουν κατεύθυνση, στόχο ή και ελπίδα. Ούτε κλέφτες, ούτε απατεώνες μπορούν πια να σταθούν εύκολα. Σήμερα αρχίζει η κατάθλιψη, το ξεκατίνιασμα. Σε μικρογραφία ο ίδιος κόσμος συνεχίζει να βασανίζει και να βασανίζεται, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο βιβλίο μου. Αν και πια δεν είμαι βέβαιος ούτε γι' αυτό.
(ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΡΙΒΟΛΗ –www.lifo.gr/mag)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου