Κάθε βιβλίο της πουλιέται σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα. Γράφει ένα μυθιστόρημα τον χρόνο, που κυκλοφορεί πάντα τον Μάιο. Έχει φανατικούς αναγνώστες και... κριτικούς εχθρούς.Δεν την ενδιαφέρουν οι ταμπέλες που της δίνουν. Θεωρεί ότι ο χρόνος θα κρίνει τους πάντες...
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΜΑΝΤΑ
(ΣΤΗ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ-http://www।tovima.gr )
- Πώς ξεκινήσατε να γράφετε;
«Ήταν μια εποχή γύρω στο 1994-1996- πρέπει να έπεσα σε κακή εκδοτική συγκυρία, δεν εξηγείται αλλιώς- που ό,τι διάβαζα δεν μου άρεσε. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω κάτι που να μου αρέσει να διαβάσω. Έτσι γράφτηκε το πρώτο βιβλίο, για δική μου ψυχαγωγία. Δεν είχα σκοπό να το πάω σε εκδότη. Ο άντρας μου ήταν εκείνος που πήρε την πρωτοβουλία γιατί σκέφτηκε ότι ήταν πολύ καλό για να μείνει σε ένα συρτάρι».
- Ο σύζυγός σας είναι ο πρώτος σας αναγνώστης;
«Ο πρώτος αναγνώστης και ο πρώτος επιμελητής. Διαβάζει ό,τι γράφω κάθε μέρα το βράδυ που γυρίζει στο σπίτι και, αφού τελειώσω το βιβλίο, το ξαναδιαβάζει άλλη μία φορά. Μετά σειρά έχουν όλοι οι υπόλοιποι, ο γιος μου και απαραιτήτως η μαμά μου, η οποία μου σημειώνει και αναλυτικές παρατηρήσεις σε αυτοκόλλητα χαρτάκια».
- Εκδίδετε ένα βιβλίο κάθε Μάιο. Γράφετε βιβλία για το καλοκαίρι;
«Μάιο βγήκε το “Βαλς με δώδεκα θεούς” που είχε επιτυχία και θεώρησα τον μήνα γούρι που δεν υπάρχει λόγος να αλλάξω. Είναι αλήθεια βέβαια ότι ο κόσμος διαβάζει περισσότερο το καλοκαίρι γιατί έχει χρόνο και είναι πιο χαλαρός. Τα βιβλία μου έχουν ποικίλη θεματολογία βγαλμένη από τη ζωή, μου αρέσουν οι διάλογοι, οι γρήγορες εναλλαγές, αποφεύγω τις μακροσκελείς αναλύσεις και τις περιγραφές, δεν μου αρέσουν οι μπερδεμένες καταστάσεις, θέλω ένα τέλος ελπιδοφόρο που να αφήνει μια ωραία γεύση. Όλα αυτά καθιστούν τα βιβλία μου πιο ευανάγνωστα, αλλά δεν αναιρούν τα μηνύματα που περνούν στον αναγνώστη. Ο ανάλαφρος τρόπος γραφής δεν κάνει ένα βιβλίο καλοκαιρινό».
- To κοινό σας ποιο είναι; Είναι αποκλειστικά γυναικείο, όπως λέγεται;
«Το μεγαλύτερο μέρος αποτελείται όντως από γυναίκες, αυτό δεν αναιρείται. Αλλά από τα mail και τις επιστολές που λαμβάνω βλέπω ότι έχω και πολλούς άντρες αναγνώστες, ειδικά όταν ο πρωταγωνιστής ενός βιβλίου είναι άντρας, όπως στην “Άλλη πλευρά του νομίσματος” και στο “Τελευταίο τσιγάρο”».
- Έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά ηλικιακά, μορφωτικά και οικονομικά όλοι αυτοί;
«Δεν έχω καταλάβει κάτι τέτοιο. Από όσους μου γράφουν οι περισσότεροι σημειώνουν και ηλικία και επάγγελμα. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, έχω αναγνώστες από 13 ετών, πολλά παιδιά στην εφηβεία, ως 78 ετών. Μπορώ όμως να πω ότι έχω πολλή πέραση στον ιατρικό κλάδο».
- Τι λένε ότι τους ελκύει στα βιβλία σας: οι ιστορίες, οι χαρακτήρες; Ταυτίζονται μαζί τους ή δραπετεύουν βιώνοντας καταστάσεις που η ζωή δεν τους προσέφερε;
«Νομίζω ότι είναι όλα μαζί. Μου λένε ότι οι ήρωες είναι οικείοι, αναγνωρίσιμοι και ότι κάνουν σκέψεις που κάποτε πέρασαν και από το δικό τους το μυαλό. Κάποιοι ταυτίζονται μαζί τους. Άλλοι βρίσκουν στις ιστορίες μου απαντήσεις σε κάτι δικό τους. Άλλοι ξεφεύγουν έτσι από τα προβλήματά τους και τα κοιτούν από απόσταση καθαρότερα. Το ταξίδι ψυχής αποζητούν όλοι, όπως καταλαβαίνω. Παραμύθια δεν χρειάζονται μόνο τα παιδιά, και η δική μας η ψυχή, των ενηλίκων, έχει ανάγκη μια καραμέλα για να γλυκάνει όταν στην καθημερινότητα δεν παίρνουμε ανάσα».
- Δεδομένου ότι έχετε ένα μεγάλο φανατικό κοινό που απαρτίζεται κυρίως από γυναίκες, όπως είπατε και η ίδια, το συμπέρασμα είναι ότι γνωρίζετε καλά τη σύγχρονη Ελληνίδα. Ποια είναι;
«Είναι ένας δρομέας με χιλιάδες ιδιότητες που έκοψε το νήμα αλλά συνεχίζει να τρέχει. Έχει κουραστεί πολύ, έχει δώσει πολύ από τον εαυτό της και της τελειώνουν τα αποθέματα και εκεί είναι το επικίνδυνο. Γι΄ αυτό έχουν δυσκολέψει οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι σύγχρονες Ελληνίδες τα προλαβαίνουν όλα αλλά νιώθουν και πολλή μοναξιά. Και αναρωτιέμαι πού είναι οι σύντροφοί τους. Χαμένοι στην καθημερινότητα κι αυτοί...».
- Τι έχει ανάγκη η γυναίκα αυτή;
«Έχει ανάγκη από αγάπη και κατανόηση, να την ακουμπήσουν στον ώμο και να της πουν: “Εκτιμώ όσα κάνεις”. Δεν υπάρχει χειρότερο από την αχαριστία ή από το να σε παίρνουν ως δεδομένο. Εκεί είναι που οι γυναίκες βγαίνουν εκτός εαυτού».
- Είστε στις λίστες των μπεστ σέλερ αλλά δεν συχνάζετε στις διπλανές στήλες των βιβλιοκριτικών. Σας πειράζει αυτό;
«Καθόλου, το καταλαβαίνω. Ένας βιβλιοκριτικός οφείλει να ασχολείται με όλα τα βιβλία που κυκλοφορούν, ειδικά σήμερα που το βιβλίο έχει ανάγκη από σοβαρή υποστήριξη. Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν να ασχοληθεί με τα ευπώλητα, που ούτως ή άλλως πουλάνε, αλλά με βιβλία που είναι καλά και χρειάζεται να τα γνωρίσει ο κόσμος».
- Πώς πουλάνε αυτά τα ευπώλητα αν δεν προβάλλονται από τα μέσα;
«Διαφημίζονται από στόμα σε στόμα. Δεν υπάρχει καλύτερη διαφήμιση από την κουβέντα του ευχαριστημένου αναγνώστη».
- Η δική σας μεγάλη επιτυχία πότε ξεκίνησε;
«Η μεγάλη άνοδος άρχισε μετά το “Σπίτι δίπλα στο ποτάμι”. Εκεί με ανακάλυψαν όλοι και άρχισε ένα τρελό κυνήγι, με συνεντεύξεις κτλ., γιατί ο κόσμος ήθελε να γνωρίσει ποια τέλος πάντων είναι αυτή η Μαντά. Με ανακάλυψαν τότε ως και οι βιβλιοκριτικοί, που μακάρι να μη με είχαν ανακαλύψει, γιατί άρχισαν και τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη».
- Ανήκετε στη ρομαντική λογοτεχνία;
«Τα βιβλία μου δεν είναι μόνο ρομαντικά. Στο “Τελευταίο τσιγάρο” μιλάω για οικονομικές καταστροφές, νευρική ανορεξία, σχέσεις γονιών- παιδιών, σχέσεις συζύγων, πού ακριβώς είναι το ρομαντικό; Αυτά δεν είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στη ζωή οι ίδιοι, οι συγγενείς μας, οι φίλοι μας; Σε κάθε βιβλίο βλέπει ο καθένας ό,τι θέλει να δει. Αν είναι προκατειλημμένος, θα δει το βιβλίο κάτω από αυτό το ρομαντικό πρίσμα, αλλιώς θα βρει μέσα του πολύ περισσότερα. Είμαι οπαδός της άποψης “τα μυαλά και τα αλεξίπτωτα δουλεύουν καλύτερα όταν είναι ανοιχτά”».
- Τι απαντάτε σε όσους σας κατατάσσουν στη λεγόμενη ροζ λογοτεχνία ή στην παραλογοτεχνία; «Κάνω έντιμα τη δουλειά μου, αυτό απαντώ. Θαυμάζω όσους γράφουν άλλα πράγματα, αλλά εγώ αυτό αγαπώ να διαβάζω και να γράφω και αυτό κάνω δίνοντας ό,τι καλύτερο έχω μέσα μου. Μου γράφουν πολλοί και μου λένε: “Δεν έπιανα βιβλίο στα χέρια μου, με κάνατε και μπήκα στο βιβλιοπωλείο”. Αν είμαι το σκαλοπάτι για να αγαπήσει κανείς την εσωτερική διεργασία της ανάγνωσης, ας λένε ό,τι θέλουν. Γιατί μετά τη Μαντά θα ζητήσει και κάτι ακόμη, και κάτι ακόμη. Και θα γίνει αναγνώστης. Ας με κατατάξουν όπου θέλουν. Άλλωστε, ο χρόνος θα δείξει πού ανήκει ο καθένας μας».
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου