Φώτης Κόντογλου-Αυτοπροσωπογραφία |
Από την πρώτη μέρα της δημιουργίας η θάλασσα ήτανε όπως είναι σήμερα, και θα ναι η ίδια ώς τη συντέλεια του κόσμου. Δεν θ’ αλλάξει καθόλου, ολότελα. Πρίν να πλαστεί ο άνθρωπος απάνω στη γή, αυτά τα ίδια νερά βογγούσανε κι αφρίζανε μέσα στον έρημο τον κόσμο, κάτω από τον έρημον ουρανό, τα ίδια κύματα ξεσπούσανε καταπάνω στις έρημες στεριές, που δεν υπήρχε ακόμα απάνω τους καμιά ζωή, μήτε ζώο, μήτε άνθρωπος, μήτε μαμούνι.
Τα νερά όμως της θάλασσας ήτανε γεμάτα από πλήθος πλάσματα, μ’ όλο που απάνω σ’ αυτή δεν αρμένιζε τίποτα. Μοναχά ο ήλιος την κοντάριζε με τις πυρωμένες σαγίτες του από την ώρα που έβγαινε ώς την ώρα που βουτούσε πίσω από το έρημο πέλαγο, κατά το βασίλεμα, και το φεγγάρι πλανιότανε από πάνω της, βουβό, λυπημένο, σαν κομμένο κεφάλι δίχως αίμα, ρίχνοντας απάνω στ’ ατελείωτα νερά της το υδραργυρένιο κρύο φως του.
Ο άνθρωπος, αυτό το ακατακάθιστο τέρας, αλλάζει ολοένα την όψη της στεριάς, την καταπατά, την εξουσιάζει. Μα τη θάλασσα, με όλα που σοφίζεται, με όλα που βρίσκει το μυαλό του, δεν μπορεί να της κάνει τίποτα. Η όψη της απομένει ανάλλαχτη, αμόλευτη, όπως ήτανε τότε που «πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος», όπως λέγει η Αγία Γραφή. Κανένας δεν μπορεί να την εξουσιάσει, κι αυτό που λέγει ο άνθρωπος εξουσία απάνω στη θάλασσα, είναι μία εξουσία ψεύτικη, ξεγέλασμα της αλαζονείας του. Τα μεγάλα παπόρια του μπορεί να ταξιδεύουνε σε κάθε μέρος της, μα μόλις περάσει το κάθε πλεούμενο, που σκίζει το νερό της, αυτό πάλι κλείνει και σβήνει πίσω από το τιμόνι του τ’ αυλάκι που χάραξε για μια στιγμή, η μικρή πληγή που άνοιξε απάνω στο παρθένο το κορμί της σφαλά και γιατρεύεται στη στιγμή, χωρίς ν’ απομείνει σημάδι ολότελα. Τα υπερωκεάνια και τις πλεούμενες πολιτείες τις έχει για μπαίγνια, τ’ αφήνει και πηγαινοέρχονται απάνω της, ώσπου να θυμώσει και να τα καταπιεί. Ποιος θα εξουσιάσει τη φοβερή άβυσσο; Ποιος μπορεί ν’ αλλάξει κατά το θέλημά του ένα πράγμα που αλλάζει ολοένα το ίδιο από τον εαυτό του, απομένοντας αιώνια απάτητο, ασκλάβωτο, ανέγγιχτο, αμόλευτο, όπως εβγήκε από τα χέρια του Θεού; Στοιχείο αγιασμένο, άσπιλο!
Η θάλασσα είναι η αιώνια πατρίδα της ελευθερίας. Γι’ αυτό, σαν τη βλέπει ο άνθρωπος, νοιώθει να φτερουγίζει μέσα του τούτη η θεϊκή πνοή.
Φώτη Κόντογλου, «Η μάνα μου η θάλασσα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου