Σε εποχές συνεχών πληθυσμιακών μετακινήσεων και πολυπολιτισμικότητας, η ύπαρξη δίγλωσσων πολιτών, που ζουν με συνείδηση διχασμένη μεταξύ διαφορετικών πατρίδων, ισορροπώντας τελικά σε μια ενδιάμεση νησίδα που ουσιαστικά δεν φέρει καμία σημαία, είναι κάθε άλλο παρά σπάνια.
Αυτό πραγματεύεται και η Αμάντα Μιχαλοπούλου στο καινούργιο μυθιστόρημά της «Πώς να κρυφτείς» («Καστανιώτης»). Μόνο που δεν επιλέγει την αυτονόητη περίπτωση ενός π.χ. μετανάστη δεύτερης γενιάς, αλλά την πολυπλοκότερη του 35χρονου καθηγητή Στέφανου Υψηλάντη, ο οποίος προϋπήρξε Μίχαελ Σουλτς.
Ο Στέφανος, γιος ενός περίφημου Έλληνα αρχιτέκτονα, έκανε το καλοκαίρι του '74 οικογενειακές διακοπές σε κάποιο θέρετρο του Κορινθιακού Κόλπου, όπου ο πατέρας του, θιασώτης των επιταγών της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, έχτιζε πρότυπα εξοχικά σπιτάκια. Στον αντίποδα της ηλιόλουστης, λιτής και ξεκάθαρης δομής που είχαν τότε τα 4 χρόνια του, συναντάμε τον Στέφανο 31 χρόνια αργότερα σε ένα βροχερό, κλειστοφοβικό ισόγειο στο Βερολίνο, περίκλειστο και παθολογικά εσωστρεφή και τον ίδιο, διχασμένο μεταξύ δύο ταυτοτήτων: εκτός από Έλληνες γονείς, εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι, πέφτοντας θύμα απαγωγής, απέκτησε και Γερμανούς γονείς. Μεγαλώνοντας μαζί τους μέχρι τα 11 του, εμβαπτίστηκε σε μια διαφορετική κουλτούρα κι όταν οι πραγματικοί του γεννήτορες τον εντόπισαν και τον ξανάφεραν στην Ελλάδα, «μητρική» του γλώσσα ήταν η γερμανική.
Ενήλικος πια επιλέγει να εγκατασταθεί στο Βερολίνο, αναζητώντας μάταια ανακούφιση. Μόνη πατρίδα κι αντίδοτο στη συναισθηματική του αναπηρία αποδεικνύεται η ερωτική του σχέση με μια Γερμανίδα. Μέχρι τότε έχουμε παρακολουθήσει σταδιακά το απελπιστικά οδυνηρό ξεκλείδωμα ενός «αταξινόμητου» ανθρώπου, που κουβαλά παντού, ερήμην του, τη μάλλον ισόβια καταδίκη του «ξένου».
Τρία χρόνια είχε να βγάλει μυθιστόρημα η Αμάντα Μιχαλοπούλου. Στο μεσοδιάστημα, ζώντας κι εκείνη κατ' επιλογήν στη Γερμανία, ωρίμασε λογοτεχνικά τόσο, ώστε να καταθέσει, νομίζω, το καλύτερο βιβλίο της. Πιο σίγουρη για τα λογοτεχνικά της μέσα, πράγμα που φαίνεται κι από το ότι έχει απαλλαγεί από τη συνήθειά της να τσιτάρει, ενδιάμεσα στην αφήγηση, φράσεις διάσημων λογοτεχνών (ίσως παλαιότερα να επιχειρούσε ασυναίσθητα να ισχυροποιήσει με «έξωθεν» διαπιστώσεις τα όσα έλεγε), βρίσκει τη δική της φωνή. Και, το κυριότερο, κατορθώνει να δώσει πειστική φωνή στην τόσο φορτισμένη σιωπή ενός εξαιρετικά ενδιαφέροντος, πολύ σύγχρονου ήρωα.
ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ-http://www.enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου