Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΣΚΡΙΒΑΝΟΣ
Η Καλλιρρόη Παρούση γεννήθηκε στην Ερμούπολη το 1988, σπούδασε Νομικά, Ευρωπαϊκό Πολιτισμό και Λογοτεχνία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και το Παρίσι και, πλέον, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το πρώτο βιβλίο της, η συλλογή διηγημάτων «Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα» (εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στην πεζογραφία από το περιοδικό «Αναγνώστης».
«Κανείς δεν μιλάει για τα πεύκα». Και όντως, στο βιβλίο της Καλλιρρόης Παρούση κανείς δε μιλάει για τα πεύκα, ούτε είναι οικολογικής φύσεως, όπως η ίδια λέει, αντιμετωπίζοντας με χιούμορ την προσπάθεια φίλου της να μάθει τόσες πολλές λεπτομέρειες για τα διηγήματά της σαν να μην είχε σκοπό να τα διαβάσει ποτέ. Mε αφορμή την έκδοση του πρώτου της βιβλίου, το οποίο είναι μια συλλογή 10 διηγημάτων, λέει δυο πράγματα στην Athens Voive.
Πες μας, Καλλιρρόη, τι θα διαβάσουμε στο βιβλίο σου;
Αχ αυτή η ερώτηση! Για να μάθει κάποιος τι θα διαβάσει στο βιβλίο, πρέπει να προβεί σε μια πρωτεύουσας σημασίας ενέργεια: να διαβάσει το βιβλίο. Αισθάνομαι περίεργα όταν με ρωτούν για το περιεχόμενο. Θυμάμαι ότι μόλις κυκλοφόρησαν τα Πεύκα, ένα οικείο πρόσωπο μου ζήτησε να περιγράψω τα δέκα εν συνόλω διηγήματα με τόσες λεπτομέρειες, σαν να μην επρόκειτο ποτέ να τα διαβάσει εξολοκλήρου. Ορμώμενος μάλιστα από τον τίτλο (Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα), με ρώτησε αν το περιεχόμενο είναι οικολογικής φύσεως. Τουλάχιστον αυτό μπορώ να το διευκρινίσω: τα διηγήματα αυτά δεν είναι οικολογικής φύσεως. Από εκεί και πέρα, κατανοώ την τάση μας να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει, για γεγονότα που δεν έχουμε διασταυρώσει και για ιστορίες που πήρε το μάτι μας σκόρπια στο ίντερνετ ή που ακούσαμε τυχαία από κάποιον γνωστό, οπότε μέσα σ’ αυτό το γενικότερο κλίμα της σύγχυσης πληροφοριών σκέφτομαι μήπως τελικά με συμφέρει να ισχυριστώ ότι έχω γράψει ένα μυθιστόρημα χιλίων πεντακοσίων σελίδων, το οποίο μπορεί να διαβαστεί με τη σειρά αλλά και σε σκόρπια κεφάλαια, όπως το «Κουτσό» του Κορτάζαρ.
Τι εμπνέει τις ιστορίες σου;
Θα είχε ενδιαφέρον να μπορώ να ρωτήσω τις ιστορίες μου από πού εμπνέονται για να διαμορφωθούν ως έχουν. Να πιω έναν καφέ με τους χαρακτήρες, ίσως και μερικά ποτά, και να συζητήσουμε για την πορεία της εξέλιξής τους, ανανεώνοντας το ραντεβού μας κάθε φορά που ένα νέο αναγνωστικό μάτι τους διαπλάθει διαφορετικά από τη δική μου σύλληψη. Αυτή η συνθήκη θα με ενέπνεε για νέες ιστορίες, ίσως κάτι τέτοιο συνέβη και με τα εν λόγω διηγήματα, δεν ξέρω, θα τα ρωτήσω και θα σου πω.
Ποια είναι η διαδικασία που γράφεις; Κρατάς σημειώσεις, βάζεις ένα όριο, λες για παράδειγμα ότι θα γράψω χίλιες λέξεις την ημέρα; Ποιες ώρες προτιμάς για να γράφεις;
Δεν γράφω ποτέ όρθια ή εν κινήσει, ποτέ όταν οδηγώ ή όταν χορεύω ή όταν έχω πιει και ναι, βάζω όρια, λέω στον εαυτό μου «σήμερα θα γράψω» και τελικά δεν το κάνω ή το αναβάλλω για άλλες ώρες πιο βολικές, πολύ βραδινές ή πολύ πρωινές, αλλά τελικά εκείνες τις στιγμές τυχαίνει να στέκομαι όρθια ή να βρίσκομαι εν κινήσει, να οδηγώ ή να χορεύω.
Πώς προέκυψε η αγάπη σου για το διάβασμα;
Για να σου απαντήσω, κλέβω μια ατάκα από έναν αγαπημένο μου συγγραφέα. Όταν τον πήρα τηλέφωνο μια μέρα και του απηύθυνα τη γνωστή τυπική ερώτηση «τι κάνετε;» μου απάντησε πολύ αυθόρμητα «διαβάζω. Κάπως πρέπει να βγει αυτή η ζωή».
Προτιμάς τη μυθοπλασία ή τις αληθινές ιστορίες;
Δεν είμαι βέβαιη ότι πιστεύω σ’ έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ των δύο. Ακόμη κι όταν μιλάμε για το λογοτεχνικό είδος της μαρτυρίας, τα πράγματα δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα. Δεν ισχυρίζομαι ότι τα βιβλία του Πρίμο Λέβι φερειπείν αναφέρονται σε φανταστικά γεγονότα, αλλά υπάρχει πάντοτε και αναπόφευκτα το στοιχείο της προσωπικής παρέμβασης κι αυτή η σύζευξη του πραγματικού γεγονότος με την προσωπική εντύπωση, η οποία ενίοτε μπορεί να είναι μυθοπλαστική, προσδίδει στο κείμενο γοητεία. Αναγνωστικά με έλκει η σύζευξη μυθοπλασίας και ιστορίας, για παράδειγμα, απόλαυσα το βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου, «Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού». Σε γενικές γραμμές, προτιμώ οτιδήποτε κρίνω πως έχει λογοτεχνική αξία, είτε μιλάμε για ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ σε μια εφημερίδα, είτε για ένα τραγούδι του Μπομπ Ντύλαν.
Ποιο βιβλίο διάβασες πρόσφατα και σε συγκίνησε; Τι διαβάζεις αυτόν τον καιρό;
Πρόσφατα διάβασα το «Σλάλομ» του Νικόλα Καλόγηρου και το «Ποιητικό Αίτιο» του Ένο Αγκόλλι και με συγκίνησαν. Επίσης, «Τα φαντάσματα του Γιορκ» του Χριστόφορου Μηλιώνη και από ξένη πεζογραφία το «Ίχνη Ρήγματος» της Νάνσυ Χιούστον και το «Καρδιά τόσο Άσπρη» του Χαβιέ Μαρίας. Αυτήν την περίοδο, διαβάζω την «Ανθολογία του Σπούν Ρίβερ» από τον Edgar Lee Masters.
Σου αρέσουν τα μεγάλα βιβλιοπωλεία ή τα συνοικιακά;
Μου αρέσουν τα βιβλιοπωλεία στα οποία, όταν αναζητώ τα έργα κάποιου συγγραφέα, ο υπάλληλος δεν μπερδεύει τον τίτλο του έργου με το όνομα του συγγραφέα και δε χρησιμοποιεί την αναζήτηση στον υπολογιστή για να καταλάβει σε ποια γλώσσα του μιλάω.
Πότε αρχίζει κάποιος να θεωρείται συγγραφέας;
Μα φυσικά όταν αυτοσυστήνεται ως τέτοιος, όταν γράφει τη λέξη λογοτεχνία και τη λέξη τέχνη με κεφαλαία τα πρώτα γράμματα και όταν κάνει όσες περισσότερες παρουσιάσεις μπορεί για να πείσει τον κόσμο να διαβάσει το καταπληκτικό του βιβλίο. Ενίοτε, συγγραφέας είναι και αυτός που απλώς του αρέσει να γράφει βιβλία και αφιερώνει πολύ λιγότερο χρόνο σε αυτήν την ενασχόληση σε σχέση με το χρόνο που αφιερώνει για να διαβάζει.
ΠΗΓΗ: http://www.athensvoice.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου