Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Τα βιβλία που δεν διαβάζαμε…

Του Χεσούς Καρράσκο* 
(Μετάφραση: Λένα Φραγκοπούλου) 
Ο Ισπανός συγγραφέας επιστρέφει στην εποχή που αγάπησε τα βιβλία. Όχι τόσο το περιεχόμενό τους όσο την ανάμνηση των γονιών του να τα βιβλιοδετούν.
 «Μεγάλωσα σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, όπου το διάβασμα ήταν σπάνιο. Ο πατέρας μου ήταν δημοδιδάσκαλος και δουλειά της μητέρας μου ήταν να αναστήσει έξι παιδιά. Τα απογεύματα, για να συμπληρώνουν τον πενιχρό μισθό του πατέρα μου, έκαναν βιβλιοδεσίες. Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι αγόραζαν τα βιβλία σε τεύχη, από το ψιλικατζίδικο του χωριού. Όταν ολοκλήρωναν τη συλλογή τους, επέστρεφαν τα τεύχη στο ψιλικατζίδικο, απ’ όπου και τα παραλάμβανε κάθε Παρασκευή ο πατέρας μου και τα φόρτωνε στο «Ρενό» του. 
 Εκείνη την ημέρα έπαιρνε δουλειά για όλη την επόμενη εβδομάδα και ταυτόχρονα παρέδιδε τα βιβλία που είχε βιβλιοδετήσει την προηγούμενη. Θυμάμαι πόσο κρύο και φτωχικό ήταν εκείνο το εργαστήριο που είχε στήσει με τα χέρια του ο πατέρας μου στην πίσω αυλή του σπιτιού. Η μυρωδιά της αμυλόκολλας που χρησιμοποιούσαν για να κολλάνε τα «λευκά φύλλα», η διαλυμένη ξυλόκολλα, τα φύλλα απομίμησης δέρματος για να καλύπτουν τα καπάκια, τα φύλλα χρυσού για να διακοσμούν τις ράχες.

Θυμάμαι τη μητέρα μου να κάθεται στην επίσης χειροποίητη πρέσα και να ράβει τεύχη. Τέντωνε κάτι πάνινες λωρίδες πάχους ενός δαχτύλου ανάμεσα στο πάνω μέρος της πρέσας και τη βάση της, και πάνω τους έραβε τα τυπογραφικά. Η νάιλον κλωστή που χρησιμοποιούσε ήταν για εμάς το συνώνυμο της ανθεκτικότητας. Ήταν αδύνατον να την ξεριζώσεις και για να τη δουλέψεις έπρεπε να φοράς δερμάτινα προστατευτικά στις αρθρώσεις των δαχτύλων. Δαχτύλια τα λέγανε. Κι αυτά μόνοι τους τα είχαν φτιάξει.
Όταν παντρεύτηκαν, όπως ήταν φυσικό, η μητέρα μου είχε ράψει μόνη της το νυφικό της… Μετά τον γάμο, η μητέρα μου ξήλωσε το νυφικό της, ξεχώρισε τα κομμάτια του υφάσματος και τα έκοψε σε λωρίδες... 
Δεν ξέρω πόσα βιβλία μπόρεσε να ράψει από εκείνο το νυφικό, αλλά είναι σίγουρο ότι όλα, ή σχεδόν όλα, βρίσκονται στην Εξτρεμαδούρα, τον τόπο καταγωγής μας, όπου έμειναν εκείνοι όταν παντρεύτηκαν. 
Ονειρεύομαι να συγκεντρώσω όλα εκείνα τα βιβλία. Θα πήγαινα πόρτα πόρτα, όχι σαν πλασιέ εγκυκλοπαίδειας, αλλά σαν αγοραστής. Δεν θα μου ήταν καθόλου δύσκολο να τα αναγνωρίσω. Θα μου αρκούσε να τα οσμιστώ για να καταλάβω ότι βιβλιοδέτες τους ήταν οι γονείς μου. Θα τα έπαιρνα στο σπίτι, θα τα ξήλωνα, θα έβγαζα όλες τις λωρίδες του υφάσματος και θα τις πήγαινα στη μητέρα μου σαν κάποιος που το ’χει τάμα. 
Ξέρω ότι αυτό είναι κάτι που δεν θα κάνω ποτέ, κι έτσι με παρηγορεί η σκέψη ότι το νυφικό της διατηρείται στο χρόνο και αποτελεί κομμάτι των βιβλίων ανάμεσα στα οποία μεγάλωσα. Βιβλία που οι γονείς μας δεν είχαν το χρόνο να μας διαβάσουν, αλλά που εμένα με έβαλαν στο δρόμο αυτού που έγινα.» 


 * Ο ΧΕΣΟΥΣ ΚΑΡΡΑΣΚΟ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Άγρια ερημιά» (μτφρ. Λένα Φραγκοπούλου, εκδ. Αντίποδες).
Το κείμενο του Jesús Carrasco δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα El Pais, την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018.
ΠΗΓΗ: BOOKPRESS 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου