Κώστας Βάρναλης
(14 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974)
«… Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτύνανε αρκετά, αποφασίσανε να τακτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία τους είπανε: “Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας (…) Είσαστε λεύτεροι! (…) Ο κυρίαρχος λαός θα ‘σαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε (…) Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας (…)
Κ’ εσείς κ’ εμείς θα ‘χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους Θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλεύετε και να μην τρώτε κ’ εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. Κ’ εμείς κ’ εσείς θα ‘χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας (…) Κι επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρον σας και να φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράγμα μοναχά σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ’ εμάς”.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λεύτερα και λεύτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ’ οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτω απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι (…) Κ’ η ευτυχία τους αυτή ήτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”.
Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι (…) Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Πού να το βρω! (…) Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών."»
Κώστα Βάρναλη: «Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ»- Εκδ. ΚΕΔΡΟΣ
Η «Απολογία» γράφτηκε στα 1931 σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια στην τοτεσινή «δημοκρατία» του ιδιωνύμου, του Καλπακιού και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων, που είχανε κατακουρελιάσει τις συνταγματικές ελευθερίες του πολίτη κι είχανε διαφθείρει ολάκερο το δημόσιο βίο της χώρας και προετοιμάσει τη διχτατορία της 4ης Αυγούστου. Η τυραννία αυτής της μαύρης εποχής κι αργότερα των δυο ξενικών κατόχων ίσαμε σήμερα, κάνουνε τη σάτιρα της «Απολογίας» τόσο επίκαιρη τώρα, όσο είτανε και τον καιρό που γράφτηκε. Μερικοί νομίσανε, πως με τούτο το έργο «υβρίζεται» η αρχαία Ελλάδα και ο μεγάλος φιλόσοφος, ο Σωκράτης. Λάθος. Με το πρόσχημα της αρχαίας Ελλάδας και της σωκρατικής φιλοσοφίας σατιρίζεται η σημερινή αντιδραστική Ελλάδα κ’ η «κοινή γνώμη» του κοπαδιού, των «προδομένων ελλήνων» (όπως θα ‘λεγε ο Σολωμός) που η κυρίαρχη τάξη τους τυφλώνει τόσο πιτήδεια, ώστε αν μη μπορούνε να βλέπουνε και να κατονοούνε την πραγματικότητα. Όσο για το Σωκράτη, νομίζω, πως «αθωώνεται» κάνοντάς τον ν’ αναγνωρίζει στο τέλος της ζωής του τις ζημιές της ιδεαλιστικής του φιλοσοφίας (. . .).
(ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ)
(14 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974)
«… Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτύνανε αρκετά, αποφασίσανε να τακτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία τους είπανε: “Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας (…) Είσαστε λεύτεροι! (…) Ο κυρίαρχος λαός θα ‘σαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε (…) Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας (…)
Κ’ εσείς κ’ εμείς θα ‘χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους Θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλεύετε και να μην τρώτε κ’ εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. Κ’ εμείς κ’ εσείς θα ‘χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας (…) Κι επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρον σας και να φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράγμα μοναχά σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ’ εμάς”.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λεύτερα και λεύτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ’ οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτω απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι (…) Κ’ η ευτυχία τους αυτή ήτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”.
Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι (…) Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Πού να το βρω! (…) Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών."»
Κώστα Βάρναλη: «Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ»- Εκδ. ΚΕΔΡΟΣ
Η «Απολογία» γράφτηκε στα 1931 σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια στην τοτεσινή «δημοκρατία» του ιδιωνύμου, του Καλπακιού και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων, που είχανε κατακουρελιάσει τις συνταγματικές ελευθερίες του πολίτη κι είχανε διαφθείρει ολάκερο το δημόσιο βίο της χώρας και προετοιμάσει τη διχτατορία της 4ης Αυγούστου. Η τυραννία αυτής της μαύρης εποχής κι αργότερα των δυο ξενικών κατόχων ίσαμε σήμερα, κάνουνε τη σάτιρα της «Απολογίας» τόσο επίκαιρη τώρα, όσο είτανε και τον καιρό που γράφτηκε. Μερικοί νομίσανε, πως με τούτο το έργο «υβρίζεται» η αρχαία Ελλάδα και ο μεγάλος φιλόσοφος, ο Σωκράτης. Λάθος. Με το πρόσχημα της αρχαίας Ελλάδας και της σωκρατικής φιλοσοφίας σατιρίζεται η σημερινή αντιδραστική Ελλάδα κ’ η «κοινή γνώμη» του κοπαδιού, των «προδομένων ελλήνων» (όπως θα ‘λεγε ο Σολωμός) που η κυρίαρχη τάξη τους τυφλώνει τόσο πιτήδεια, ώστε αν μη μπορούνε να βλέπουνε και να κατονοούνε την πραγματικότητα. Όσο για το Σωκράτη, νομίζω, πως «αθωώνεται» κάνοντάς τον ν’ αναγνωρίζει στο τέλος της ζωής του τις ζημιές της ιδεαλιστικής του φιλοσοφίας (. . .).
(ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου