Σκέψεις ενός ντροπαλού-μπλο(γ)κ σκεψογραφίας…
Το καλοκαίρι η μητέρα μου μού ζήτησε, όταν κατεβώ στην αγορά, να τής αγοράσω ένα βιβλίο. Πήγα στο βιβλιοπωλείο, το βρήκα πολύ εύκολα, αφού δεν χρειάστηκε να ρωτήσω, καθώς βρισκόταν στις προθήκες με τα ευπώλητα. Πηγαίνοντας προς το ταμείο γύρισα για να διαβάσω το οπισθόφυλλο. Η υπόθεση ήταν του τύπου:
«Μια ιστορία για τον έρωτα, την φιλία, την μητρότητα, την γυναικεία διαίσθηση και για το μαγικό ελληνικό καλοκαίρι….»
Αγόρασα το βιβλίο, προσέχοντας μήπως με παρατηρούν άλλοι και με σχολιάσουν, και επέστρεψα στο σπίτι.
«Πω, ρε μάνα, τί κάθεσαι και διαβάζεις! Δεν βαριέσαι; Γιατί δεν διαβάζεις καλύτερα αυτό που λέει για έναν μοριακό βιολόγο, ο οποίος προσπαθεί να κλωνοποιήσει τον μαγικό δεινόσαυρο, που χρησιμοποίησε ο Αρμίνιος στην μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού και φυλούσε τις μάγισσες στις Βαλπούργιες νύχτες, και τον οποίο βιολόγο προσπαθούν να εμποδίσουν οι μυστικές υπηρεσίες της Ύψιστης Αρχής;»
Πρέπει να το παραδεχθούμε. Αντιμετωπίζουμε απαξιωτικά την «γυναικεία» την «ροζ» λογοτεχνία. Προφανώς, θα είναι αποτέλεσμα των δομών των κοινωνιών μας. Αντιθέτως, την «ανδρική» την αντιμετωπίζουμε πιο συγκαταβατικά. Τα συνομωσιολογικά πχ βιβλία, τα λέμε ευχάριστα αναγνώσματα παραλίας, ούτε ασχολούμαστε για το εάν οι αναγνώστες τους είναι βάρβαροι, απολίτιστοι κλπ. Τα δε αστυνομικά, αφού κάποτε τα θεωρούσαμε ευτελή, τα έχουμε αναγάγει σε υψηλή λογοτεχνία. Αντιθέτως, λίγο πολύ απαιτούμε μια γυναίκα να απολογείται για τα «ελαφρά» αναγνώσματα, που τυχόν διαβάζει. Την θεωρούμε μικρόνοη, μικροαστή, «νοικοκυρούλα», που ζει σε έναν ονειρικό κόσμο, περιμένει τον πρίγκηπα είναι άβουλη κλπ. Η φανταστική ζωή της, την εμποδίζει να διεκδικεί και να αγωνίζεται στο πραγματικό κόσμο.
Ενδεχομένως, όλο αυτό το «ενδιαφέρον» να πορεύεται εκ του πονηρού: Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι οι «διανοούμενοι», που εκτοξεύουν τέτοιου είδους χοληβόλες κριτικές, πρωτίστως εναντίον των αναγνωστριών και δευτερευόντως εναντίον των έργων, μάλλον ενδιαφέρονται να πλασάρουν την δήθεν ανωτερότητά τους, παρά κόπτονται στην αφύπνιση των αναγνωστριών. Η σκέψη τους είναι όχι απλώς συντηρητική, αλλά αντιδραστική, ουτοπική και απαξιωτική προς το αναγνωστικό κοινό, του οποίου την κουλτούρα αποστρέφονται, υμνώντας -όμως- μια απροσδιόριστη έννοια λαού και την «ψυχή» του (βλ. Zeev Sternhell, Ο Αντιδιαφωτισμός, Αθήνα, Πόλις, 2009, σ. 27)
Τα βιβλία αυτά έχουν επίσης ένα άλλο κακό: συνήθως κάνουν καλές πωλήσεις και φέρουν εισοδήματα στους εκδότες και στους συγγραφείς. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ιδεολόγημα ότι ο καλός συγγραφέας πρέπει να είναι πένης. Πώς αλλιώς; Άνεση στην ζωή και κατοχή υλικών αγαθών θα τον εμπόδιζαν από το να συλλάβει το «νόημα» της ζωής. Πρέπει να είναι και καταθλιπτικός (πάλι για να συλλαμβάνει το πραγματικό νόημα της ζωής).
Χωρίς να αρνούμαι ότι θα έχουν υπάρξει και συγγραφείς, που ήταν πένητες, καταθλιπτικοί (λέγεται, πάντως ότι δημιουργικοί είναι οι μανιοκαταθλιπτικοί στην περίοδο της μανίας)-ή αυτά και άλλα μαζί- και θα έχουν γράψει (και) λογοτεχνικά διαμάντια θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, στους οποίους αυτά τα προβλήματα δεν θα επέτρεψαν να ξεδιπλώσουν κανένα τους ταλέντο.
Πού είναι το κακό να διαβάσει κάποιος ένα ελαφρύ βιβλίο; Το ότι γερνάμε, σιγά σιγά δεν θα μπορούμε να παρακολουθήσουμε τον κόσμο γύρω μας, θα παραμερισθούμε και θα πεθάνουμε, το γνωρίζουμε όλοι και δεν χρειαζόμαστε κανένα «σοβαρό» βιβλίο για να το μάθουμε αυτό. Προφανώς, δεν θέλω να απαξιώσω την σοβαρή λογοτεχνία, φυσικά την διαβάζω, αλλά υπάρχουν και βιβλία, που ανήκουν σε αυτή, που δεν λένε τίποτα, ή έστω δεν εκφράζουν τίποτα καινούργιο, παρά μεταμφιέζουν την κενότητά τους σε περίπλοκα ρητορικά σχήματα. Δεν είναι όλη η «ποιοτική» λογοτεχνία και τόσο ποιοτική.
Πολλές φορές κάνουμε αυτοκριτική ως κοινωνία ότι δεν διαβάζουμε και αναφερόμαστε σε άλλα πλέον πολιτισμένα έθνη με θαυμασμό και με κάποια ζήλια, ότι αυτά διαβάζουν και πως εκεί οι άνθρωποι διαβάζουν παντού: σε σπίτια, σε τραίνα, σε λεωφορεία. Όμως, είναι σίγουρο ότι διαβάζουν μόνο ποιοτικά βιβλία;
Πόσο είναι δυνατόν να διαβάσει κανείς τον «Οδυσσέα» του Τζόυς σε ένα λεωφορείο ή το "Σύνταγμα της Ελευθερίας" του Hayek κλπ;
Για να επιστρέψουμε στα δικά μας: Εάν η κοινωνία μας δεν διαβάζει, μήπως είναι πολυτέλεια να απαξιώνουμε τα μη-ποιοτικά βιβλία και τους αναγνώστες τους;
Μήπως αυτά τα μη-ποιοτικά βιβλία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα βήμα για ανάγνωση και σοβαρότερων κειμένων;
ΠΗΓΗ: https://thoughtsofashy.wordpress.com/
Το καλοκαίρι η μητέρα μου μού ζήτησε, όταν κατεβώ στην αγορά, να τής αγοράσω ένα βιβλίο. Πήγα στο βιβλιοπωλείο, το βρήκα πολύ εύκολα, αφού δεν χρειάστηκε να ρωτήσω, καθώς βρισκόταν στις προθήκες με τα ευπώλητα. Πηγαίνοντας προς το ταμείο γύρισα για να διαβάσω το οπισθόφυλλο. Η υπόθεση ήταν του τύπου:
«Μια ιστορία για τον έρωτα, την φιλία, την μητρότητα, την γυναικεία διαίσθηση και για το μαγικό ελληνικό καλοκαίρι….»
Αγόρασα το βιβλίο, προσέχοντας μήπως με παρατηρούν άλλοι και με σχολιάσουν, και επέστρεψα στο σπίτι.
«Πω, ρε μάνα, τί κάθεσαι και διαβάζεις! Δεν βαριέσαι; Γιατί δεν διαβάζεις καλύτερα αυτό που λέει για έναν μοριακό βιολόγο, ο οποίος προσπαθεί να κλωνοποιήσει τον μαγικό δεινόσαυρο, που χρησιμοποίησε ο Αρμίνιος στην μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού και φυλούσε τις μάγισσες στις Βαλπούργιες νύχτες, και τον οποίο βιολόγο προσπαθούν να εμποδίσουν οι μυστικές υπηρεσίες της Ύψιστης Αρχής;»
Πρέπει να το παραδεχθούμε. Αντιμετωπίζουμε απαξιωτικά την «γυναικεία» την «ροζ» λογοτεχνία. Προφανώς, θα είναι αποτέλεσμα των δομών των κοινωνιών μας. Αντιθέτως, την «ανδρική» την αντιμετωπίζουμε πιο συγκαταβατικά. Τα συνομωσιολογικά πχ βιβλία, τα λέμε ευχάριστα αναγνώσματα παραλίας, ούτε ασχολούμαστε για το εάν οι αναγνώστες τους είναι βάρβαροι, απολίτιστοι κλπ. Τα δε αστυνομικά, αφού κάποτε τα θεωρούσαμε ευτελή, τα έχουμε αναγάγει σε υψηλή λογοτεχνία. Αντιθέτως, λίγο πολύ απαιτούμε μια γυναίκα να απολογείται για τα «ελαφρά» αναγνώσματα, που τυχόν διαβάζει. Την θεωρούμε μικρόνοη, μικροαστή, «νοικοκυρούλα», που ζει σε έναν ονειρικό κόσμο, περιμένει τον πρίγκηπα είναι άβουλη κλπ. Η φανταστική ζωή της, την εμποδίζει να διεκδικεί και να αγωνίζεται στο πραγματικό κόσμο.
Ενδεχομένως, όλο αυτό το «ενδιαφέρον» να πορεύεται εκ του πονηρού: Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι οι «διανοούμενοι», που εκτοξεύουν τέτοιου είδους χοληβόλες κριτικές, πρωτίστως εναντίον των αναγνωστριών και δευτερευόντως εναντίον των έργων, μάλλον ενδιαφέρονται να πλασάρουν την δήθεν ανωτερότητά τους, παρά κόπτονται στην αφύπνιση των αναγνωστριών. Η σκέψη τους είναι όχι απλώς συντηρητική, αλλά αντιδραστική, ουτοπική και απαξιωτική προς το αναγνωστικό κοινό, του οποίου την κουλτούρα αποστρέφονται, υμνώντας -όμως- μια απροσδιόριστη έννοια λαού και την «ψυχή» του (βλ. Zeev Sternhell, Ο Αντιδιαφωτισμός, Αθήνα, Πόλις, 2009, σ. 27)
Τα βιβλία αυτά έχουν επίσης ένα άλλο κακό: συνήθως κάνουν καλές πωλήσεις και φέρουν εισοδήματα στους εκδότες και στους συγγραφείς. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ιδεολόγημα ότι ο καλός συγγραφέας πρέπει να είναι πένης. Πώς αλλιώς; Άνεση στην ζωή και κατοχή υλικών αγαθών θα τον εμπόδιζαν από το να συλλάβει το «νόημα» της ζωής. Πρέπει να είναι και καταθλιπτικός (πάλι για να συλλαμβάνει το πραγματικό νόημα της ζωής).
Χωρίς να αρνούμαι ότι θα έχουν υπάρξει και συγγραφείς, που ήταν πένητες, καταθλιπτικοί (λέγεται, πάντως ότι δημιουργικοί είναι οι μανιοκαταθλιπτικοί στην περίοδο της μανίας)-ή αυτά και άλλα μαζί- και θα έχουν γράψει (και) λογοτεχνικά διαμάντια θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, στους οποίους αυτά τα προβλήματα δεν θα επέτρεψαν να ξεδιπλώσουν κανένα τους ταλέντο.
Πού είναι το κακό να διαβάσει κάποιος ένα ελαφρύ βιβλίο; Το ότι γερνάμε, σιγά σιγά δεν θα μπορούμε να παρακολουθήσουμε τον κόσμο γύρω μας, θα παραμερισθούμε και θα πεθάνουμε, το γνωρίζουμε όλοι και δεν χρειαζόμαστε κανένα «σοβαρό» βιβλίο για να το μάθουμε αυτό. Προφανώς, δεν θέλω να απαξιώσω την σοβαρή λογοτεχνία, φυσικά την διαβάζω, αλλά υπάρχουν και βιβλία, που ανήκουν σε αυτή, που δεν λένε τίποτα, ή έστω δεν εκφράζουν τίποτα καινούργιο, παρά μεταμφιέζουν την κενότητά τους σε περίπλοκα ρητορικά σχήματα. Δεν είναι όλη η «ποιοτική» λογοτεχνία και τόσο ποιοτική.
Πολλές φορές κάνουμε αυτοκριτική ως κοινωνία ότι δεν διαβάζουμε και αναφερόμαστε σε άλλα πλέον πολιτισμένα έθνη με θαυμασμό και με κάποια ζήλια, ότι αυτά διαβάζουν και πως εκεί οι άνθρωποι διαβάζουν παντού: σε σπίτια, σε τραίνα, σε λεωφορεία. Όμως, είναι σίγουρο ότι διαβάζουν μόνο ποιοτικά βιβλία;
Πόσο είναι δυνατόν να διαβάσει κανείς τον «Οδυσσέα» του Τζόυς σε ένα λεωφορείο ή το "Σύνταγμα της Ελευθερίας" του Hayek κλπ;
Για να επιστρέψουμε στα δικά μας: Εάν η κοινωνία μας δεν διαβάζει, μήπως είναι πολυτέλεια να απαξιώνουμε τα μη-ποιοτικά βιβλία και τους αναγνώστες τους;
Μήπως αυτά τα μη-ποιοτικά βιβλία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα βήμα για ανάγνωση και σοβαρότερων κειμένων;
ΠΗΓΗ: https://thoughtsofashy.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου